Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά Μνημεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά Μνημεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Λέων της Αμφίπολης


Ο Λέων της Αμφίπολης είναι έργο επιτάφιας πλαστικής του 4ου αιώνα προ κοινής χρονολόγησης, μνημείο πολεμικής δόξας και πράξης. Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτρη Λαζαρίδη, στήθηκε προς τιμή του Λαομέδοντα από τη Λέσβο, ενός από τους αξιολογότερους τριηράρχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου που εγκαταστάθηκαν στην Αμφίπολη, ενώ σύμφωνα με μια εκδοχή βρισκόταν στην κορυφή του τάφου της Αμφίπολης, άποψη που αμφισβητήθηκε.





Ιστορικό ανεύρεσης
Η ανεύρεση του μνημείου είναι συνδεδεμένη με τη νεότερη πολεμική ιστορία της Μακεδονίας, καθώς ο εντοπισμός των πρώτων τμημάτων του οφείλεται σε Έλληνες στρατιώτες, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, και μερικά χρόνια αργότερα το 1916 η ανακάλυψη περαιτέρω τμημάτων από Άγγλους στρατιώτες κατά την κατασκευή οχυρωματικών έργων κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μετέπειτα, κατά την εκτέλεση των έργων αποξήρανσης του Στρυμόνα από την εταιρεία Μονξ-Γιούλεν την δεκαετία του '30, αποκαλύφθηκαν στις εκβολές του ερείπια αρχαίας γέφυρας και βρέθηκαν μέσα σε λάσπη του ποταμού τεράστια τεμάχια του μαρμάρινου λέοντος. Παρά ταύτα, το 1937, χάρη σε πρωτοβουλία του πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα Λίνκολν ΜακΒη, την ιδιωτική πρωτοβουλία και τη συμπληρωματική ενίσχυση του ελληνικού κράτους, ο Λέων της Αμφίπολης αναστηλώθηκε.






Ενδεικτικό της συμβολικής σημασίας των λεόντων ως σήματα σε τάφους είναι και το παρακάτω επίγραμμα που έγραψε τον 2ο αι. μ.Χ. ο επιγραμματοποιός Αντίπατρος ο Σιδώνιος για κάποιον Τελευτία του Θευδώρου, ο οποίος, βέβαια, δεν προκύπτει ότι σχετίζεται με την Αμφίπολη ή τον εκεί λέοντα:

«Εἰπέ, λέων, φθιμένοιο τίνος τάφον ἀμφιβέβηκας, βουφάγε; τίς τᾶς σᾶς ἄξιος ἦν ἀρετᾶς; — υἱὸς Θευδώροιο Τελευτίας, ὃς μέγα πάντων φέρτερος ἦν, θηρῶν ὅσσον ἐγὼ κέκριμαι. οὐχὶ μάταν ἕστακα, φέρω δέ τι σύμβολον ἀλκᾶς ἀνέρος· ἦν γὰρ δὴ δυσμενέεσσι λέων.»

Η όλη διαδικασία της ανασκαφής και τα ευρήματα έχουν καταγραφεί λεπτομερώς από τον Όσκαρ Μπρονέρ στο βιβλίο 'The Lion of Amphipolis' το οποίο εκδόθηκε το 1941 στα αγγλικά.

Περιγραφή
Ο Λέων της Αμφίπολης, αν και καθισμένος, είναι μεγαλύτερος από τον λέοντα της Χαιρωνείας· έχει ύψος περισσότερο από τέσσερα μέτρα και μαζί με τα βάθρα υπερβαίνει τα οκτώ μέτρα. Μόνο η κεφαλή του έχει μήκος δύο μέτρα. Η τεχνοτροπία του πιστοποιεί κατά τους ειδικούς ότι είναι έργο του πέμπτου ή του πρώτου μισού του τετάρτου π.Χ. αιώνα. Ως προς τον χρόνο της ανέγερσής του, δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών αφού κανείς από τους αρχαίους συγγραφείς δεν μνημονεύει κάτι γι' αυτό το μνημείο.

Σύμφωνα με νεότερα αρχαιολογικά ευρήματα, εικάζεται από ορισμένους αρχαιολόγους ότι ο λέοντας βρισκόταν στην κορυφή του τάφου της Αμφίπολης άποψη που αμφισβητήθηκε.

Σύγχρονες διαδικτυακές λαϊκές δοξασίες θέλουν τον λέοντα να μην έχει γλώσσα, για να μην αποκαλύψει σε ποιον ανήκει ο τάφος, κρατώντας το μυστικό[5], ή τον δημιουργό του λέοντα να τον ρίχνει στη θάλασσα απογοητευμένος, μετά την διαπίστωση ότι ξέχασε να κατασκευάσει τη γλώσσα.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Ροτόντα


H Ροτόντα είναι κτίσμα το οποίο προοριζόταν για μαυσωλείο του Καίσαρα Γαλέριου. Λόγω της μη χρήσης του αργότερα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό του Αγίου Γεωργίου και συμπεριλήφθηκε στα Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Πρόκειται για θολωτό στρογγυλό κτίσμα του 4ου αιώνα, όμοιο με το Πάνθεον στη Ρώμη. Κτίστηκε στα χρόνια του Καίσαρα Γαλέριου γύρω στο 304 μ.Χ. ενώ προοριζόταν ως ναός του Δία ή των Καβείρων, ή ως Μαυσωλείο του Γαλέριου. Ωστόσο, εξαιτίας του θανάτου του Γαλέριου το 311 μ.Χ., η Ροτόντα ως λέξη έμεινε κενή χωρίς χρήση. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε με διαφορετική λειτουργία απο λαούς της εγγύς ανατολής.

Στα τέλη του 4ου αιώνα, την εποχή του Θεοδόσιου Α' και αφότου στη Θεσσαλονίκη είχε επικρατήσει ο Χριστιανισμός, Η Ροτόντα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό των Ασωμάτων Δυνάμεων ή Αρχαγγέλων και τότε έγιναν στο μνημείο ορισμένες μετασκευές, που ήταν αναγκαίες για τη νέα λατρεία. Έτσι έγινε διάνοιξη της ανατολικής κόγχης και προσθήκη του ιερού, ενώ ανοίχτηκε και η αντίστοιχη δυτική κόγχη και δημιουργήθηκε νέα είσοδος. Ακόμη, σε απόσταση οκτώ μέτρων από τον τοίχο κατασκευάστηκε εξωτερικά ένας άλλος χαμηλότερος κυκλικός τοίχος που δεν υφίσταται σήμερα. Ο χώρος ανάμεσα στους δύο τοίχους στεγάστηκε και, με τη διάνοιξη των υπολοίπων κογχών, δημιουργήθηκε ένα περιμετρικό εξωτερικό κλίτος. Τέλος κατασκευάστηκαν τα περίφημα ψηφιδωτά του μνημείου, που κοσμούν καμάρες κογχών, τοξοτά ανοίγματα φεγγιτών και το μεγάλο θόλο. Νομίζεται ότι ο αρχικός του σκοπός ήταν για να χρησιμεύσει ως βαπτιστήριο των Χριστιανών στην Θεσσαλονίκη.

Οι αγιογραφίες είναι από τις αρχές του 5ου αιώνα, διότι οι εικονιζόμενοι άγιοι μαρτύρησαν όλοι μέχρι της εποχής του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού. Οι αγιογραφίες διασώζονται σήμερα μόνο κάτω από τον θόλο, ενώ οι υπόλοιπες καταστράφηκαν όταν ο ναός μεταβλήθηκε από τους Τούρκους σε μωαμεθανικό τέμενος από τον Σεΐχη Σουλεϊμάν Χορτατζή Εφέντη το 1590. Τότε έγινε και η προσθήκη του μιναρέ. Τα ψηφιδωτά που σώζονται στις καμάρες και στα τόξα των φεγγιτών έχουν καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα. Εικονίζονται μέσα σε χρυσό φόντο γεωμετρικά σχήματα σε μεγάλη ποικιλία καθώς και θέματα από το φυσικό κόσμο, όπως καρποί, ζώα, πουλιά, κάνιστρα και άνθη με μια φυσιοκρατική διάθεση και ζωηρά χρώματα. Στο θόλο, στην κορυφή της μεγάλης ψηφιδωτής σύνθεσης εικονιζόταν όρθιος σταυροφόρος Χριστός γεγονός που μας αποκαλύπτεται από το διασωθέν περίγραμμα από κάρβουνο που απέμεινε πάνω στο κονίαμα. Ο Χριστός εικονιζόταν μέσα σε πολύχρωμη "δόξα", τμήματα της οποία διασώζονται σήμερα, που την υποβάσταζαν τέσσερις άγγελοι. Κατά τον πρόσφατο καθαρισμό των ψηφιδωτών του μνημείου ήρθαν στο φως τα κεφάλια και τα φτερά των αγγέλων. Πιο κάτω υπάρχει μία ζώνη των ψηφιδωτών που έχει καταστραφεί. Χαμηλότερα η τρίτη ζώνη ψηφιδωτών είναι καλύτερα διατηρημένη. Είναι χωρισμένη σε οκτώ τμήματα, σε καθένα από τα οποία παριστάνεται ένα φανταστικό διώροφο πολυτελές και ανάλαφρο οικοδόμημα με πλήθος διακοσμητικών στοιχείων. Μπροστά από αυτά τα φανταστικά αυτά οικοδομήματα παριστάνονται, δύο ή τρεις άγιοι όλοι σε στάση δέησης. Οι επιγραφές που τους συνοδεύουν δηλώνουν το όνομα, την ιδιότητά τους και το μήνα που γιορτάζουν. Τα πρόσωπά τος, διατηρούν την ελληνιστική παράδοση και αποτελούν έξοχα δείγματα της πρώιμης χριστιανικής προσωπογραφίας. Στην κόγχη του ιερού υπάρχει τοιχογραφημένη η Ανάληψη, που έχει υποστεί φθορές.

Από την Αψίδα του Γαλερίου μία "πομπική οδός" οδηγούσε προς το ΒΑ στη Ροτόντα, το κορυφαίο κτίριο του Γαλεριανού Συγκροτήματος, στο επιβλητικό, πλινθόκτιστο, κυκλικό στην κάτοψή του οικοδόμημα. Η διάμετρος του κτηρίου είναι 24,50 μέτρα και το ύψος περίπου 30 μέτρα. Εσωτερικά στο πάχος των τοίχων, που είναι 6,30 μέτρα, ανοίγονται οκτώ καμαροσκέπαστες κόγχες. Πάνω από αυτές υπάρχουν μεγάλα παράθυρα με τοξωτές απολήξεις και πιο πάνω, στα ενδιάμεσα, μια ακόμη σειρά από μικρότερα παράθυρα. Το οικοδόμημα είναι καλυμμένο με μεγάλο ημισφαιρικό τρούλο, στην κορυφή του οποίου υπήρχε οπαίο, για να διαχέεται στο εσωτερικό το φως της ημέρας. Τον τρούλο κρύβει εξωτερικά ο υπερυψωμένος περιμετρικός τοίχος, που κλείνει επάνω με ξύλινη κεραμοσκεπή. Η είσοδος του μνημείου, στην αρχική κατασκευή, ήταν από τα ΝΔ, όπου υπάρχει ένα πρόπυλο και όπου κατέληγε η "πομπική οδός".

Έξω από το νότιο πρόπυλο του μνημείου έχει εντοπιστεί η βάση του μαρμάρινου μονολιθικού άμβωνα, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.

Ροτόντα ονομάστηκε από το κυκλικό της σχήμα, ενώ το όνομα Άγιος Γεώργιος πήρε από το γειτονικό ομώνυμο εκκλησάκι. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο.




Ο μιναρές της Ροτόντας

Το Μάρτιο του 1430 η Θεσσαλονίκη μετατρεπόταν από κέντρο του χριστιανικού πολιτισμού σε μια νέα εστία της τουρκο-ισλαμικής κουλτούρας. Η τουρκική κατάκτηση άλλαξε τη μορφή της πόλης με την ύψωση μιναρέδων δίπλα στις εκκλησίες που μεταβλήθηκαν σταδιακά σε τζαμιά. Η μετατροπή των εκκλησιών σε τζαμιά έγινε σε δύο φάσεις, μία στο τέλος του 15ου και μία στο τέλος του 16ου αιώνα. Η δεύτερη φάση συνδέεται με το γενικό φόβο για το τέλος του κόσμου στο μουσουλμανικό έτος 1000 (1592 μ.Χ). Ο Άγιος Γεώργιος έγινε τζαμί υπό αυτές τις συνθήκες το έτος 999 της Εγείρας (1590 μ.Χ). Ο Σινάν Πασάς ανέλαβε τις απαραίτητες εργασίες για τη μετατροπή, που περιλάμβαναν και την κατασκευή του μιναρέ στον τύπο εκείνο που είχαν κτιστεί οι μιναρέδες στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης από τον Σελίμ ΄Β.

Ο μιναρές της Ροτόντας σώζεται σήμερα χωρίς την κωνική στέγη του και με κατεστραμμένο μετά τον σεισμό του 1978 το υψηλότερο τμήμα του,όπως επίσης και τμήμα του εξώστη του. Το ύψος του μιναρέ φτάνει τα 35,85μ. Η βάση του είναι ορθογωνική, τετράγωνη σε κάτοψη, με μήκος πλευράς 5,65μ περίπου. Στο ύψος του κατωφλιού του ανοίγματος η βάση φαρδαίνει και δημιουργείται κρηπίδωμα που προεξέχει 14 εκ. περίπου περιμετρικά από την τοιχοποιία της βάσης. Το άνοιγμα του κλιμακοστασίου είναι κυκλικό με διάμετρο 1,80μ. Στο κέντρο του ανοίγματος είναι τοποθετημένος μαρμάρινος κίονας διαμέτρου 0,27μ. και ύψους 2,27μ. Αποτελεί τη βάση του κτισμένου πυρήνα του κλιμακοστασίου που δημιουργείται από επάλληλους πλίνθους κυκλικής διατομής. Το άνοιγμα που οδηγεί στο εσωτερικό του μιναρέ καταλήγει σε οξυκόρυφο τόξο κατασκευασμένο με πλίνθους. Σε χαμηλότερη στάθμη μαρμάρινο μέλος αποτελεί το οριζόντιο ανώφλι του ανοίγματος, ενώ το κενό ανάμεσα στο ανώφλι και το κατακόρυφο τόξο κλείνεται με δεύτερο ημικυκλικό τόξο και γέμισμα του τυμπάνου με λίθους.

Η βάση του κορμού είναι σε κάτοψη εξωτερικά πολύγωνο με τριάντα πλευρές και με διάμετρο εγγεγραμμένου κύκλου που κυμαίνεται από 3,17μ. στο χαμηλότερο σημείο έως 4,5μ. στο υψηλότερο τμήμα του. Στην επιφάνεια του στερεού που καλύπτεται με ακτινωτές διακοσμήσεις, ανοίγεται μικρό παράθυρο ύψους 42εκ. και πλάτους 12εκ. Ο κορμός του μιναρέ που υψώνεται σαν δωρικός κίονας, είναι σε κάτοψη εσωτερικά κύκλος και εξωτερικά πολύγωνο με είκοσι πλευρές. Φέρει δύο πλίνθινους δακτυλίους, έναν κοντά στη βάση του και έναν κοντά στο ύψος του εξώστη, και πέντε στενόμακρα παράθυρα πλάτους περίπου 10εκ και ύψους 40-60εκ, που φαρδαίνουν στο εσωτερικό και βρίσκονται στην ίδια κατακόρυφο.Το τμήμα του κορμού πάνω από τον εξώστη αλλάζει ελαφρά κλίση και καταλήγει, μετά την μεσολάβηση νέου δακτυλίου, σε εξωτερικό πολύγωνο με διάμετρο εγγεγραμμένου κύκλου 1,2μ. Στον εξώστη, που έχει πλάτος 0,87μ. οδηγεί άνοιγμα ύψους 1,5μ με τοξωτή απόληξη. Η έντονα κωνική στέγαση του μιναρέ που βλέπουμε σε παλιές φωτογραφίες, δεν σώζεται σήμερα. Από τη βάση του κτίσματος μέχρι την κορυφή του μεσολαβούν 129 σκαλοπάτια. To πάχος της τοιχοποιίας της βάσης είναι 1,4μ. Παράπλευρα στη θύρα εισόδου βρίσκονται εντοιχισμένοι πεσσίσκοι παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που όμοιοί τους σώζονται ανάμεσα στα γλυπτά του περιβόλου της Ροτόντας. Διακρίνονται ακόμη δύο επιτύμβιες πλάκες εντοιχισμένες στη ΒΑ και ΝΑ πλαυρά της βάσης του μιναρέ. Τη σημερινή κλίμακα ανόδου στο εσωτερικό του μιναρέ αποτελούν επάλληλα μαρμάρινα σκαλοπάτια σε δεύτερη χρήση. Ο κορμός του μιναρέ είναι χτισμένος εξολοκλήρου με πλίνθους που του δίνουν εσωτερικά τη μορφή κυλίνδρου και εξωτερικά ραβδωτού κίονα.

Μετά τον σεισμό του 1978 ο μιναρές ζώστηκε με μεταλλικές σκαλωσιές, όπως και η Ροτόντα. Στα άμεσα μέτρα στερέωσης του μνημείου ήταν η κατασκευή εσωτερικού μανδύα από οπλισμένο σκυρόδεμα στο ανώτατο τμήμα του και το περιμετρικό δέσιμο του κατεστραμμένου εξώστη του.

Το Κάστρο του Πλαταμώνα


Το Κάστρο του Πλαταμώνα, είναι κάστρο της Φραγκοκρατίας, χτισμένο στη θέση οχυρωμένης πόλης της Μεσοβυζαντινής περιόδου, νοτιανατολικά του Ολύμπου, σε μικρή απόσταση από τη σημερινή κωμόπολη του Πλαταμώνα, σε θέση στρατηγική που ελέγχει τον δρόμο Μακεδονίας - Θεσσαλίας - Νότιας Ελλάδας. Είναι το καλύτερα διατηρημένο κάστρο της βόρειας-κεντρικής Ελλάδας, με τον επιβλητικό κεντρικό πύργο του, που δεσπόζει πάνω στην Εθνική Οδό.

Ιστορία
Αρχαία και μεσαιωνική περίοδος
Το κάστρο είναι χτισμένο στη θέση του αρχαίου Ηρακλείου (ή Ηράκλειας). Στον Περίπλου του Ψευδο-Σκύλακα (4ος αι. π.Χ.), αναφέρεται ως «πρώτη πόλις Μακεδονίας, Ηράκλειον». Πρόσφατες ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κεραμική ευβοϊκής, πρωτοκορινθιακής προέλευσης, καθώς και γεωμετρικής εποχής από την Ανατολική Ελλάδα, τα οποία δείχνουν παρουσία Ελλήνων ίσως και από τον 8ο αι. π.Χ. Το τοπωνύμιο Πλαταμώνας αναφέρεται για πρώτη φορά το 1198 σε χρυσόβουλο του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού Α΄.

Μετά τη Δ' Σταυροφορία (1204), με την είσοδο των Φράγκων στην Ελλάδα, η Πιερία παραχωρήθηκε (ως τμήμα του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης) στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό, το 1204. Τα κάστρα του Κίτρους και του Πλαταμώνα παραχωρήθηκαν σε ιππότες του. Το κάστρο του Κίτρους πήρε ο Βίριχ φον Ντάουν και ο Λομβαρδός Ρολάντο Πίκε ή Πίσκια πήρε τον Πλαταμώνα. Ο τελευταίος έκτισε εκεί το κάστρο, κάπου μεταξύ των ετών 1204 και 1222, μετά από εντολή του Βονιφάτιου, στη θέση της μεσοβυζαντινής οχύρωσης, με σκοπό τον έλεγχο του περάσματος από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία. Επίσης, ιδρύθηκαν λατινικές εκκλησίες στον Πλαταμώνα και στο Κίτρος, με καθολικό επίσκοπο (στο Κίτρος η καθολική επισκοπή θα διαρκέσει μέχρι την κατάληψη της Μακεδονίας από τους Τούρκους, στα τέλη του 14ου αιώνα). Σχετική αναφορά υπάρχει στο Χρονικό του Μορέως

Περί το 1224 το Κάστρο του Πλαταμώνα κυριεύτηκε από τον Θεόδωρο Α΄ Κομνηνό το Δούκα, όταν αυτός κατέλυσε το Φραγκικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Το κάστρο στη συνέχεια υπό τον έλεγχο του αδερφού του, Μανουήλ Κομνηνού Δούκα. Στη συνέχεια προσαρτήθηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου από τον Μιχαήλ Δούκα. Μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259), καταλήφθηκε από τον αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο και χρησίμευσε ως φυλακή των Φράγκων οι οποίοι είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι στη μάχη αυτή. Ο Πλαταμώνας θα ξαναχρησιμοποιηθεί ως φυλακή για τους επαναστάτες Ζηλωτές, το 1345, όταν αυτοί ηττήθηκαν από τον Απόκαυκο.
 





Τουρκοκρατία και νεότεροι χρόνοι
Το κάστρο κατέλαβαν οι Τούρκοι για πρώτη φορά γύρω στο 1385, σύντομα όμως περιήλθε στην κατοχή των Ενετών. Κατά την επιχείρηση για την ανακατάληψη του κάστρου από τους Τούρκους, το 1425, οι Ενετοί υπερίσχυσαν και πάνω από 100 Τούρκοι κάηκαν ζωντανοί μέσα στο κάστρο. Μετά το 1427 οι Ενετοί έχασαν και πάλι τον έλεγχο του Κάστρου του Πλαταμώνα, όταν οι Τούρκοι εδραίωσαν την κυριαρχία τους. Το ότι το κάστρο δεν καταστράφηκε από τους Τούρκους φαίνεται να οφείλεται στη στρατηγική σημασία του, δεδομένου ότι χρησίμευε ως βάση των επιχειρήσεών τους εναντίον των ανταρτών του γειτονικού Ολύμπου.

Το κάστρο περιγράφεται σε ημερολόγιο του Ενετού λοχαγού Ατζολιέλο, ο οποίος είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους έπειτα από ναυμαχία μεταξύ Ενετών και Τούρκων, το 1470. Ο Ατζολιέλο γράφει ότι στις 9 Αυγούστου (1470) ο Σουλτάνος διανυκτέρευσε κοντά σε ένα κάστρο, καλούμενο Platimonia, από το οποίο αντικρίζει κανείς τον κόλπο και την πόλη της Θεσσαλονίκης.

Στα τέλη 18ου αιώνα ο Πλαταμώνας ήταν αρματολίκι, με επικεφαλής τον Τσακνάκη, ενώ διοικητής διετέλεσε και ο Γεωργάκης Ολύμπιος.

Το 1770 καταλήφθηκε για μικρό χρονικό διάστημα από τους Έλληνες, όπως και το 1825 και 1878. Βομβαρδίστηκε από τον πλοίαρχο Σαχτούρη το 1897 και από τότε εγκαταλείφθηκε από τους Τούρκους.

Στις 15-16 Απριλίου 1941 στην περιοχή του Πλαταμώνα συγκρούστηκε ένα νεοζηλανδικό τάγμα με γερμανικά τμήματα και η μάχη έληξε με υποχώρηση των Νεοζηλανδών.

Σήμερα ανήκει στην αρμοδιότητα της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και είναι επισκέψιμο από το κοινό.

Το κάστρο του Πλαταμώνα είναι εύκολα ορατό από την Εθνική οδό Λάρισας - Κατερίνης.



Περιγραφή
Στο κάστρο αυτό συναντάμε τα 3 βασικά χαρακτηριστικά των μεσαιωνικών φρουρίων: τον πρώτο περίβολο, τον δεύτερο περίβολο που αποτελεί και την ακρόπολη και τον κεντρικό πύργο. Ο ευρύχωρος εξωτερικός τοίχος του κάστρου έχει σχήμα πολυγωνικό, ενισχύεται από πύργουςν τοποθετημένους σε ακανόνιστα διαστήματα και διατηρείται σε καλή κατάσταση. Η είσοδός του βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά ενώ στην ίδια πλευρά διακρίνεται και ερειπωμένο προτείχισμα ή ίσως πρόπυλο (barbikan). Τό ύψος των τειχών φτάνει δεξιά από την είσοδο τα 9,5μ. και αριστερά τα 7,5μ., ενώ το πάχος κυμαίνεται μεταξύ 1,2 και 2μ. Μεταξύ των δύο πυλών της κεντρικής εισόδου υπήρχε επιπλέον πύργος, σήμερα κατεστραμένος. Ο 2ος περίβολος έχει ύψος 6-7μ. και στη βορειοανατολική του γωνία υπάρχει ασυνήθιστος πύργο με τετράγωνη εξωτερική περίμετρο και κυκλική εσωτερική. Ο πύργος αυτός έχει βυζαντινού τύπου κεραμοσκέπαστο θόλο.

Στην βορειανατολική πλευρά υψώνεται ο μεγαλοπρεπής κεντρικό πύργος του αμυντικού συγκροτήματος με σχήμα οκταγωνικό, ύψους 16μ. και πάχους 2μ., του οποίου η είσοδος βρισκόταν, για λόγους ασφαλείας, σε ύψος 3,45μ. από την επιφάνεια του εδάφους, με πρόσβαση από ξύλινη σκάλα. Διαθέτει ημικυκλικά παράθυρα, σε ένα από τα οποία υπάρχουν δύο ανοίγματα με κεντρικό κιονίσκο με διακόσμηση από σταυρό πράγμα που πιθανόν να υποδεικνύει χρονολόγηση στην περίοδο που το κάστρο επισκευάστηκε από το βυζαντινό Δεσποτάτο της Ηπείρου.

Στον χώρο του κάστρου διατηρείται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής (η μόνη από τις 5 που υπήρχαν εκεί παλαιότερα) η οποία κατά την Τουρκοκρατία είχε μετατραπεί σε τζαμί.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Λευκός Πύργος


Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης είναι οχυρωματικό έργο οθωμανικής κατασκευής του 15ου αιώνα (χτίστηκε πιθανόν μεταξύ 1450-70). Σήμερα θεωρείται χαρακτηριστικό μνημείο της Θεσσαλονίκης και είναι ό,τι έχει σωθεί από την κατεδαφισμένη οθωμανική οχύρωση της πόλης. Η σημερινή μορφή του πύργου αντικατέστησε βυζαντινή οχύρωση του 12ου αιώνα, για να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως κατάλυμα φρουράς Γενίτσαρων και ως φυλακή θανατοποινιτών. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο και είναι ένα από τα πιο γνωστά κτίσματα-σύμβολα πόλεων στην Ελλάδα. Έχει 6 ορόφους, 34 μέτρα ύψος και 70 μέτρα περίμετρο.

Ονομασίες
Στην αρχή ονομαζόταν Πύργος του Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535-1536, η οποία υπήρχε στην είσοδό του εξωτερικού περιβόλου (τώρα κατεδαφισμένος) και η οποία μάλλον αναφερόταν στη χρονολογία κατασκευής του περιβόλου. Από τον 17ο αιώνα και μετά ονομαζόταν ανεπίσημα Φρούριο της Καλαμαριάς/Kelemeriye Kal’asi και Πύργος των Γενιτσάρων. Μετά την διάλυση του τάγματος των Γενιτσάρων το 1826 αποκτά το όνομα Kanli-Kule, δηλαδή Πύργος του Αίματος λόγω των σφαγών των Γενιτσάρων. Το όνομα διατηρείται και μετά το 1826 λόγω της λειτουργίας του ως φυλακή μελλοθανάτων βαρυποινιτών και τόπο βασανιστηρίων, οι οποίοι συχνά εκτελούνταν από τους Γενιτσάρους γεμίζοντας με αίμα τους τοίχους. Το σύγχρονο όνομά του φαίνεται να το πήρε όταν ένας Εβραίος κατάδικος, ο Nathan Guidili, τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του, το 1891. Μέχρι το 1912 ο χριστιανικός πληθυσμός συνεχίζει να τον αναφέρει Kanli-Kule[, ενώ ο εβραϊκός υιοθετεί το Torre Blanca, που υιοθετούν και οι Τούρκοι ως Beyaz-Kule, δηλαδή Λευκός Πύργος. Άλλη εκδοχή, στηριγμένη στις έρευνες του Βασίλη Κ. Γούναρη πάνω σε βρετανικά αρχεία αναφέρει πως η σημερινή ονομασία του κτίσματος δόθηκε μεταξύ των ετών 1883 και 1884 μετά από απαίτηση του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄ ή από πρωτοβουλία του βαλή της πόλης Γκαλίπ, ο οποίος για να πετύχει την αλλαγή του ονόματος επικαλέστηκε το όνομα του σουλτάνου. Σύμφωνα με τον γενικό πρόξενο της Σερβίας στο Λονδίνο, James George Cotton Minchin που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη το 1884 "όλοι οι ασπριστάδες της Θεσσαλονίκης δεν θα ξεπλύνουν το αθώο αίμα που χύθηκε εκεί".

Μέσω του αρχείου της τοπικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης ο Φάρος της Μακεδονίας, ο Γούναρης προσδιορίζει το άσπρισμα αλλά και τη μετονομασία του κτηρίου από Kanli-Kule σε Beyaz-Kule κατά το καλοκαίρι του 1883.

 Αναμνηστική φωτογραφία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, επί οθωμανικής περιόδου
Ιστορία του Πύργου
Κατά την Τουρκοκρατία έγιναν προσθήκες και τροποποιήσεις στα τείχη της πόλης, στις οποίες εντάσσεται και ο Λευκός Πύργος, μαζί με το Επταπύργιο και τον Πύργο Τριγωνίου ( ο τελευταίος χρονολογείται κατά τον 16ο αιώνα ). Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε, στη θέση προϋπάρχοντος βυζαντινού πύργου, ο οποίος συνέδεε το ανατολικό τμήμα της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης (που σώζεται και σήμερα), με το θαλάσσιο (το οποίο κατεδαφίστηκε το 1867). Παλιότερα επικρατούσε η άποψη πως ήταν έργο των Βενετών αλλά πλέον η σύγχρονη ιστοριογραφία δέχεται το κτίσμα ως οθωμανικό. Κατά μία εκδοχή, η χρονολογία κατασκευής του μνημείου τοποθετείται περί το 1450 με 1470, λίγα χρόνια μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430) και πρόκειται για ένα από τα πρωιμότερα δείγματα οθωμανικής οχυρωματικής που λαμβάνει υπόψη της το πυροβολικό.

Έχει διατυπωθεί η υπόθεση πως αρχιτέκτονας του Πύργου ήταν ο φημισμένος Μιμάρ Σινάν, βάσει της ομοιότητας με ανάλογο πύργο στην Αυλώνα της Αλβανίας ο οποίος κτίστηκε τη δεκαετία του 1530. Χρονολόγηση κορμών ξύλου που χρησιμοποιήθηκαν στο Λευκό Πύργο έδειξε ότι κόπηκαν το έτος 1535 αλλά υπάρχει η πιθανότητα οι κορμοί να χρησιμοποιήθηκαν σε εκτεταμένη επισκευή του μνημείου. Όλα αυτά δείχνουν τις δυσκολίες στη χρονολόγηση μνημείων της οθωμανικής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της εποχής της Αναγέννησης.

Γύρω από τον πύργο υπήρχε χαμηλός οκταγωνικός περίβολος (προτείχισμα) με τρεις επίσης οκταγωνικούς πύργους, το οποίο κατεδαφίστηκε στις αρχές του 20ου αι. Ο περίβολος αυτός χρησίμευε κυρίως για να προστατεύει τον Πύργο από τη θάλασσα αλλά θεωρείται πιθανή η χρήση του και για την τοποθέτηση βαρέων πυροβόλων τα οποία θα έλεγχαν την ακτογραμμή και το λιμάνι.

Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης το 1912.Το τείχος (περίβολος) που τον περιέβαλλε κατεδαφίστηκε το 1917.
Νεότερη χρήση
Το 1912 μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το μνημείο περιήλθε στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου και στην κορυφή του υψώθηκε η ελληνική σημαία με ιστό το κεντρικό κατάρτι, λάφυρο-τρόπαιο, από το βυθισμένο στον Θερμαϊκό, από το τορπιλλοβόλο Τ-11 του Νικολάου Βότση, τουρκικό θωρηκτό "Φετίχ-Μπουλέν". Το Ναυτικό, λόγω της καίριας θέσης της Θεσσαλονίκης και του Λευκού Πύργου, εγκατέστησε σταθμό ασυρμάτου τύπου σπινθήρα (spark transmitter) με κεραία τον ιστό της σημαίας του Λευκού Πύργου. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λευκός Πύργος στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 χρησιμοποίησαν έναν όροφό του για τη φύλαξη αρχαιοτήτων από αρχαιολογικές εργασίες στη ζώνη ευθύνης του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και το 1983, ο Λευκός Πύργος χρησιμοποιήθηκε ως χώρος εγκατάστασης της αεράμυνας της πόλης, ως εργαστήριο Μετεωρολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και και ως έδρα των συστημάτων Ναυτοπροσκόπων της πόλης.Στις 25 Μαρτίου του 1927 ο πρωτοπόρος ραδιοφωνικός παραγωγός Χρίστος Τσιγγιρίδης (1877-1947) πραγματοποίησε την πρώτη του ραδιοφωνική εκπομπή με την κεραία του Ναυτικού που ήταν εγκατεστημένη στο κτήριο.

Από το 1983 έως το 1985 η η εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων συντήρησε και αναστήλωσε το, εσωτερικά αλλοιωμένο από τις επεμβάσεις που προκλήθηκαν από τις διάφορες χρήσεις των νεώτερων χρόνων, μνημείο και το διαμόρφωσε ενόψει των εορτασμών για τα 2500 από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης σε εκθεσιακό χώρο με σκοπό να στεγάσει μια μόνιμη έκθεση αφιερωμένη στη βυζαντινή ιστορική περίοδο της πόλης.

Από το 1985 έως το 1994 λειτούργησε η μόνιμη έκθεση «Θεσσαλονίκη: Ιστορία και Τέχνη». Το 1994 άνοιξε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και τα εκθέματα άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά σε αυτό. Το 2001 παρουσιάστηκε στο Λευκό Πύργο η έκθεση «Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» στο πλαίσιο του δικτύου τριών εκθέσεων με το γενικό τίτλο «Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο».

Το 2002 παρουσιάστηκε έκθεση έργων του ζωγράφου και συντηρητή αρχαιοτήτων Φώτη Ζαχαρίου με τον τίτλο «Άθως: Αποτυπώσεις και Μνήμες». Ανήκει διοικητικά στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και από το 2006 λειτουργεί μόνιμα ως Μουσείο Πόλης της Θεσσαλονίκης. Από το 2008 στεγάζει μόνιμη έκθεση αφιερωμένη στην ιστορική διαδρομή της πόλης από την ίδρυση της μέχρι τη σύγχρονη εποχή.

Διάδρομος στο εσωτερικό του Λευκού Πύργου

Δομικά χαρακτηριστικά του Λευκού Πύργου
Ο Λευκός Πύργος είναι κυλινδρική κατασκευή με ύψος 33,9 μέτρα και διάμετρο 22,7 μέτρα. Έχει έξι ορόφους, οι οποίοι επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο, το οποίο ελίσσεται κοχλιωτά και σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο. Με αυτό τον τρόπο, σε κάθε όροφο υπάρχει μια κεντρική κυκλική αίθουσα διαμέτρου 8,5 μέτρων, με την οποία επικοινωνούν μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου. Ο έκτος όροφος έχει μόνο κεντρική αίθουσα και έξω από αυτήν ένα δώμα με θέα του τοπίου γύρω από τον πύργο. Η ύπαρξη τουαλετών, τζακιών και αγωγών καπνού υποδηλώνει πως ο πύργος προοριζόταν όχι μόνο ως αμυντικό έργο αλλά και για στρατιωτικό κατάλυμα.