Το μουσείο, που δημιουργήθηκε το 1999, βρίσκεται στη Γέφυρα, ένα χωριό που απέχει 25 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη, δίπλα στην Εθνική Οδό Θεσσαλονίκης-Έδεσσας. Το κτίριο όπου στεγάζεται το μουσείο, χρησιμοποιήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1912 για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Έλληνα αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και των αντιπροσώπων του διοικητή των οθωμανικών δυνάμεων Χασάν Ταχσίν πασά για την αναίμακτη παράδοση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό.

Αποτελούσε το κεντρικό κτίριο του αγροκτήματος Μοδιάνο, που δημιουργήθηκε το 1906 από τον Γιακό Μοδιάνο, και που περιλάμβανε επίσης πλήθος βοηθητικών κτιρίων και υποστατικών. Ο πατέρας του Γιακό, ο Σαούλ Μοδιάνο, ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακινήτων στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Στο μουσείο εκτίθενται πίνακες, λιθογραφίες, χάρτες, φωτογραφίες, ξίφη, παράσημα, όπλα, στολές, και άλλα κειμήλια του ελληνικού, του τουρκικού, του βουλγαρικού, του σερβικού, του μαυροβουνιώτικου και του ρουμανικού στρατού. Τα κειμήλια εκτίθενται στο ισόγειο του κτιρίου, σε προθήκες, αφιερωμένες σε κάθε στρατιωτική δύναμη χωριστά.



Τα όπλα που εκτίθενται είναι ελληνικά, βουλγαρικά, τουρκικά, όπως το ελληνικό και το βουλγαρικό τυφέκιο μάνλιχερ Μ1903, το τουρκικό μάουζερ, το ελληνικό πιστόλι Μπέργκμαν Μπαϊάρντ Μ1908, το τουρκικό Σμιθ και Ουέσσον, όλη η σειρά των ξιφών του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού. Οι πίνακες απεικονίζουν την ηγεσία του ελληνικού στρατού και του στόλου, τον Ταχσίν πασά να υπογράφει την παράδοση της Θεσσαλονίκης, και τις σημαντικότερες στιγμές των μαχών των Βαλκανικών Πολέμων. Σε μεγάλο ποσοστό διατηρείται η επίπλωση της εποχής, η οποία μάλιστα εμπλουτίστηκε με έπιπλα που φυλάσσονταν μέχρι τώρα στις αποθήκες του στρατού.

Στο προαύλιο χώρο του μουσείο κατασκευάστηκε ταφικό μνημείο του Χασάν Ταχσίν πασά και του γιου και υπασπιστού του Κενάν Μεσαρέ, στο οποίο μνημείο εναποτέθηκαν τα οστά τους.
 


Έξω από το χωριό Νυμφόπετρα, στο δρόμο για Προφήτη, βρίσκονται οι «Νυμφόπετρες», ιδιόμορφος γεωλογικός σχηματισμός, που έχει ανακηρυχθεί μνημείο της φύσης. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή σειρά από όρθιους ασβεστολιθικούς βράχους, για την προέλευση των οποίων υπάρχει πλούσια λαογραφική παράδοση.

Έτσι σύμφωνα με μια εκδοχή της τοπικής λαογραφικής παράδοσης οι Νυμφόπετρες είναι μια ομάδα από κυνηγούς οι οποίοι ενώ αναζητούσαν θηράματα σε μια κυνηγητική εξόρμηση, συνάντησαν τυχαία μια παρέα από νύμφες του δάσους οι οποίες λούζονταν στα κρυστάλλινα νερά μιας πηγής. Οι άνδρες έμειναν εκστατικοί παρακολουθώντας το θέαμα αλλά η θέα Άρτεμις που τους αντιλήφθηκε εξοργίστηκε τόσο με την ασέβειά τους ώστε τους πέτρωσε στο σημείο που στέκονταν.

Σύμφωνα πάλι με άλλη εκδοχή τοπικής λαογραφικής παράδοσης οι βράχοι προήλθαν από μια γαμήλια πομπή συνοδείας των μελλονύμφων προς την εκκλησία. Κάποια στιγμή η νύφη διαπίστωσε ότι είχαν ξεχάσει να πάρουν από το σπίτι τις βέρες της τελετής και τότε η «κακιά» πεθερά καταράστηκε το ζευγάρι και την πομπή που το ακολουθούσε να πετρώσει στο σημείο που βρίσκονταν.

Ωστόσο η επιστημονική εξήγηση του φαινομένου των ιδιόμορφων σχηματισμών πετρωμάτων είναι εντελώς διαφορετική και άκρως ενδιαφέρουσα καθώς καταγράφει την έντονη γεωλογική δραστηριότητα της περιοχής κατά την διάρκεια της γεωλογικής της εξέλιξης και της διαγένεσης των πετρωμάτων που συγκροτούν το υπόστρωμα της περιοχής. Το πέτρωμα που συγκροτεί του ιδιόμορφους όρθιους σχηματισμούς βράχων ονομάζεται τραβερτίνης.




Ανήκει στα ιζηματογενή πετρώματα, τα οποία σχηματίζονται από απόθεση ή καταβύθιση υλικών που βρίσκονται σε αιώρηση ή διάλυση μέσα σε ένα ρευστό μέσο (νερό ή αέρας) και τη μετέπειτα συγκόλληση των υλικών που αποτέθηκαν μεταξύ τους. Χαρακτηρίζονται από τη στρώση των υλικών τους σε διαδοχικά επίπεδα και τα απολιθώματα, τα οποία βρίσκονται μόνο μέσα σε ιζήματα.
Οι διαδικασίες σχηματισμού ιζηματογενών πετρωμάτων είναι οι ακόλουθες:
• Διάβρωση και αποσάθρωση, που είναι οι φυσικοχημικές και βιολογικές διεργασίες που υφίστανται τα προϋπάρχοντα πετρώματα με αποτέλεσμα την καταστροφή τους.
• Μεταφορά των υλικών που προέκυψαν από την αποσάθρωση, με τον άνεμο και το νερό των ποταμών και των θαλασσών.
• Απόθεση των υλικών που βρίσκονται σε αιώρηση ή διάλυση. Η απόθεση γίνεται σε διαδοχικά στρώματα.
• Διαγένεση, που είναι η διαδικασία με την οποία ένα χαλαρό ίζημα μετατρέπεται σε συμπαγές πέτρωμα, με τη βοήθεια της πίεσης των υπερκείμενων στρωμάτων και της φυσικής συνδετικής ύλης.

Ο τραβερτίνης είναι ένα κλαστικό ιζηματογενές πέτρωμα ανθρακικό, με ανοιχτό καστανοκίτρινο και άλλες φορές γκρίζο χρώμα και με χαρακτηριστική πορώδη υφή. Το ανθρακικό ασβέστιο αποτίθεται γύρω από φυτικά μέρη, τα οποία στη συνέχεια μετά την αποσύνθεσή τους απομακρύνονται και αφήνουν πόρους στο πέτρωμα.
Το πέτρωμα εκτός από τις Νυμφόπετρες συναντάται συχνά στην περιοχή της λεκάνης Μυγδονίας όπως στα Λουτρά Απολλωνίας, στο δέλτα του χειμάρρου Απολλωνίας και συγκεκριμένα στη θέση βήμα Αποστόλου Παύλου και αλλού.
Η συχνή του εμφάνιση εξηγείται από την πρόσφατη γεωλογικά εξέλιξη της λεκάνης στην οποία σχεδόν πριν 1.000.000 χρόνια κυριαρχούσε μια τεράστια ενιαία λίμνη η έκταση της οποίας υπερκάλυπτε το άθροισμα των δύο σημερινών λιμνών Κορώνειας & Βόλβης, ενώ είχε και σημαντικά μεγαλύτερο βάθος. Η περιοχή ήταν και περισσότερο γεωλογικά ενεργή με έντονη παρουσία αναβλυζόντων θερμοπιδάκων με θερμικό ρευστό που είχε μεγάλες συγκεντρώσεις διαλυμένων πετρωμάτων. Η συνεχής εναπόθεση των αλάτων στα σημεία ανάβλυσης που ίσως ήταν εκείνη την εποχή κάτω από την επιφάνεια της τεράστιας λίμνης και οι διεργασίες διαγένεσης που ακολούθησαν σχηματοποίησαν αυτή την κάθετη σε μορφή καμινάδας ανάπτυξη του τραβερτίνη και όταν αυτοί οι σχηματισμοί βρέθηκαν στην επιφάνεια του εδάφους διαμόρφωσαν την ιδιαίτερη μορφή τους στη θέση Νυμφόπετρες.

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ

Η Νυμφόπετρες βρίσκονται σε απόσταση 2 km περίπου Δυτικά από τον ομώνυμο οικισμό στο τοπικό Διαμέρισμα Νυμφόπετρας του Δήμου Εγνατίας. Η οδική απόσταση από το κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι περί τα 44 km Βορειανατολικά της πόλης, ακολουθώντας το επαρχιακό οδικό δίκτυο Βόρεια των δύο λιμνών.

H Ροτόντα είναι κτίσμα το οποίο προοριζόταν για μαυσωλείο του Καίσαρα Γαλέριου. Λόγω της μη χρήσης του αργότερα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό του Αγίου Γεωργίου και συμπεριλήφθηκε στα Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Πρόκειται για θολωτό στρογγυλό κτίσμα του 4ου αιώνα, όμοιο με το Πάνθεον στη Ρώμη. Κτίστηκε στα χρόνια του Καίσαρα Γαλέριου γύρω στο 304 μ.Χ. ενώ προοριζόταν ως ναός του Δία ή των Καβείρων, ή ως Μαυσωλείο του Γαλέριου. Ωστόσο, εξαιτίας του θανάτου του Γαλέριου το 311 μ.Χ., η Ροτόντα ως λέξη έμεινε κενή χωρίς χρήση. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε με διαφορετική λειτουργία απο λαούς της εγγύς ανατολής.

Στα τέλη του 4ου αιώνα, την εποχή του Θεοδόσιου Α' και αφότου στη Θεσσαλονίκη είχε επικρατήσει ο Χριστιανισμός, Η Ροτόντα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό των Ασωμάτων Δυνάμεων ή Αρχαγγέλων και τότε έγιναν στο μνημείο ορισμένες μετασκευές, που ήταν αναγκαίες για τη νέα λατρεία. Έτσι έγινε διάνοιξη της ανατολικής κόγχης και προσθήκη του ιερού, ενώ ανοίχτηκε και η αντίστοιχη δυτική κόγχη και δημιουργήθηκε νέα είσοδος. Ακόμη, σε απόσταση οκτώ μέτρων από τον τοίχο κατασκευάστηκε εξωτερικά ένας άλλος χαμηλότερος κυκλικός τοίχος που δεν υφίσταται σήμερα. Ο χώρος ανάμεσα στους δύο τοίχους στεγάστηκε και, με τη διάνοιξη των υπολοίπων κογχών, δημιουργήθηκε ένα περιμετρικό εξωτερικό κλίτος. Τέλος κατασκευάστηκαν τα περίφημα ψηφιδωτά του μνημείου, που κοσμούν καμάρες κογχών, τοξοτά ανοίγματα φεγγιτών και το μεγάλο θόλο. Νομίζεται ότι ο αρχικός του σκοπός ήταν για να χρησιμεύσει ως βαπτιστήριο των Χριστιανών στην Θεσσαλονίκη.

Οι αγιογραφίες είναι από τις αρχές του 5ου αιώνα, διότι οι εικονιζόμενοι άγιοι μαρτύρησαν όλοι μέχρι της εποχής του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού. Οι αγιογραφίες διασώζονται σήμερα μόνο κάτω από τον θόλο, ενώ οι υπόλοιπες καταστράφηκαν όταν ο ναός μεταβλήθηκε από τους Τούρκους σε μωαμεθανικό τέμενος από τον Σεΐχη Σουλεϊμάν Χορτατζή Εφέντη το 1590. Τότε έγινε και η προσθήκη του μιναρέ. Τα ψηφιδωτά που σώζονται στις καμάρες και στα τόξα των φεγγιτών έχουν καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα. Εικονίζονται μέσα σε χρυσό φόντο γεωμετρικά σχήματα σε μεγάλη ποικιλία καθώς και θέματα από το φυσικό κόσμο, όπως καρποί, ζώα, πουλιά, κάνιστρα και άνθη με μια φυσιοκρατική διάθεση και ζωηρά χρώματα. Στο θόλο, στην κορυφή της μεγάλης ψηφιδωτής σύνθεσης εικονιζόταν όρθιος σταυροφόρος Χριστός γεγονός που μας αποκαλύπτεται από το διασωθέν περίγραμμα από κάρβουνο που απέμεινε πάνω στο κονίαμα. Ο Χριστός εικονιζόταν μέσα σε πολύχρωμη "δόξα", τμήματα της οποία διασώζονται σήμερα, που την υποβάσταζαν τέσσερις άγγελοι. Κατά τον πρόσφατο καθαρισμό των ψηφιδωτών του μνημείου ήρθαν στο φως τα κεφάλια και τα φτερά των αγγέλων. Πιο κάτω υπάρχει μία ζώνη των ψηφιδωτών που έχει καταστραφεί. Χαμηλότερα η τρίτη ζώνη ψηφιδωτών είναι καλύτερα διατηρημένη. Είναι χωρισμένη σε οκτώ τμήματα, σε καθένα από τα οποία παριστάνεται ένα φανταστικό διώροφο πολυτελές και ανάλαφρο οικοδόμημα με πλήθος διακοσμητικών στοιχείων. Μπροστά από αυτά τα φανταστικά αυτά οικοδομήματα παριστάνονται, δύο ή τρεις άγιοι όλοι σε στάση δέησης. Οι επιγραφές που τους συνοδεύουν δηλώνουν το όνομα, την ιδιότητά τους και το μήνα που γιορτάζουν. Τα πρόσωπά τος, διατηρούν την ελληνιστική παράδοση και αποτελούν έξοχα δείγματα της πρώιμης χριστιανικής προσωπογραφίας. Στην κόγχη του ιερού υπάρχει τοιχογραφημένη η Ανάληψη, που έχει υποστεί φθορές.

Από την Αψίδα του Γαλερίου μία "πομπική οδός" οδηγούσε προς το ΒΑ στη Ροτόντα, το κορυφαίο κτίριο του Γαλεριανού Συγκροτήματος, στο επιβλητικό, πλινθόκτιστο, κυκλικό στην κάτοψή του οικοδόμημα. Η διάμετρος του κτηρίου είναι 24,50 μέτρα και το ύψος περίπου 30 μέτρα. Εσωτερικά στο πάχος των τοίχων, που είναι 6,30 μέτρα, ανοίγονται οκτώ καμαροσκέπαστες κόγχες. Πάνω από αυτές υπάρχουν μεγάλα παράθυρα με τοξωτές απολήξεις και πιο πάνω, στα ενδιάμεσα, μια ακόμη σειρά από μικρότερα παράθυρα. Το οικοδόμημα είναι καλυμμένο με μεγάλο ημισφαιρικό τρούλο, στην κορυφή του οποίου υπήρχε οπαίο, για να διαχέεται στο εσωτερικό το φως της ημέρας. Τον τρούλο κρύβει εξωτερικά ο υπερυψωμένος περιμετρικός τοίχος, που κλείνει επάνω με ξύλινη κεραμοσκεπή. Η είσοδος του μνημείου, στην αρχική κατασκευή, ήταν από τα ΝΔ, όπου υπάρχει ένα πρόπυλο και όπου κατέληγε η "πομπική οδός".

Έξω από το νότιο πρόπυλο του μνημείου έχει εντοπιστεί η βάση του μαρμάρινου μονολιθικού άμβωνα, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.

Ροτόντα ονομάστηκε από το κυκλικό της σχήμα, ενώ το όνομα Άγιος Γεώργιος πήρε από το γειτονικό ομώνυμο εκκλησάκι. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο.




Ο μιναρές της Ροτόντας

Το Μάρτιο του 1430 η Θεσσαλονίκη μετατρεπόταν από κέντρο του χριστιανικού πολιτισμού σε μια νέα εστία της τουρκο-ισλαμικής κουλτούρας. Η τουρκική κατάκτηση άλλαξε τη μορφή της πόλης με την ύψωση μιναρέδων δίπλα στις εκκλησίες που μεταβλήθηκαν σταδιακά σε τζαμιά. Η μετατροπή των εκκλησιών σε τζαμιά έγινε σε δύο φάσεις, μία στο τέλος του 15ου και μία στο τέλος του 16ου αιώνα. Η δεύτερη φάση συνδέεται με το γενικό φόβο για το τέλος του κόσμου στο μουσουλμανικό έτος 1000 (1592 μ.Χ). Ο Άγιος Γεώργιος έγινε τζαμί υπό αυτές τις συνθήκες το έτος 999 της Εγείρας (1590 μ.Χ). Ο Σινάν Πασάς ανέλαβε τις απαραίτητες εργασίες για τη μετατροπή, που περιλάμβαναν και την κατασκευή του μιναρέ στον τύπο εκείνο που είχαν κτιστεί οι μιναρέδες στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης από τον Σελίμ ΄Β.

Ο μιναρές της Ροτόντας σώζεται σήμερα χωρίς την κωνική στέγη του και με κατεστραμμένο μετά τον σεισμό του 1978 το υψηλότερο τμήμα του,όπως επίσης και τμήμα του εξώστη του. Το ύψος του μιναρέ φτάνει τα 35,85μ. Η βάση του είναι ορθογωνική, τετράγωνη σε κάτοψη, με μήκος πλευράς 5,65μ περίπου. Στο ύψος του κατωφλιού του ανοίγματος η βάση φαρδαίνει και δημιουργείται κρηπίδωμα που προεξέχει 14 εκ. περίπου περιμετρικά από την τοιχοποιία της βάσης. Το άνοιγμα του κλιμακοστασίου είναι κυκλικό με διάμετρο 1,80μ. Στο κέντρο του ανοίγματος είναι τοποθετημένος μαρμάρινος κίονας διαμέτρου 0,27μ. και ύψους 2,27μ. Αποτελεί τη βάση του κτισμένου πυρήνα του κλιμακοστασίου που δημιουργείται από επάλληλους πλίνθους κυκλικής διατομής. Το άνοιγμα που οδηγεί στο εσωτερικό του μιναρέ καταλήγει σε οξυκόρυφο τόξο κατασκευασμένο με πλίνθους. Σε χαμηλότερη στάθμη μαρμάρινο μέλος αποτελεί το οριζόντιο ανώφλι του ανοίγματος, ενώ το κενό ανάμεσα στο ανώφλι και το κατακόρυφο τόξο κλείνεται με δεύτερο ημικυκλικό τόξο και γέμισμα του τυμπάνου με λίθους.

Η βάση του κορμού είναι σε κάτοψη εξωτερικά πολύγωνο με τριάντα πλευρές και με διάμετρο εγγεγραμμένου κύκλου που κυμαίνεται από 3,17μ. στο χαμηλότερο σημείο έως 4,5μ. στο υψηλότερο τμήμα του. Στην επιφάνεια του στερεού που καλύπτεται με ακτινωτές διακοσμήσεις, ανοίγεται μικρό παράθυρο ύψους 42εκ. και πλάτους 12εκ. Ο κορμός του μιναρέ που υψώνεται σαν δωρικός κίονας, είναι σε κάτοψη εσωτερικά κύκλος και εξωτερικά πολύγωνο με είκοσι πλευρές. Φέρει δύο πλίνθινους δακτυλίους, έναν κοντά στη βάση του και έναν κοντά στο ύψος του εξώστη, και πέντε στενόμακρα παράθυρα πλάτους περίπου 10εκ και ύψους 40-60εκ, που φαρδαίνουν στο εσωτερικό και βρίσκονται στην ίδια κατακόρυφο.Το τμήμα του κορμού πάνω από τον εξώστη αλλάζει ελαφρά κλίση και καταλήγει, μετά την μεσολάβηση νέου δακτυλίου, σε εξωτερικό πολύγωνο με διάμετρο εγγεγραμμένου κύκλου 1,2μ. Στον εξώστη, που έχει πλάτος 0,87μ. οδηγεί άνοιγμα ύψους 1,5μ με τοξωτή απόληξη. Η έντονα κωνική στέγαση του μιναρέ που βλέπουμε σε παλιές φωτογραφίες, δεν σώζεται σήμερα. Από τη βάση του κτίσματος μέχρι την κορυφή του μεσολαβούν 129 σκαλοπάτια. To πάχος της τοιχοποιίας της βάσης είναι 1,4μ. Παράπλευρα στη θύρα εισόδου βρίσκονται εντοιχισμένοι πεσσίσκοι παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που όμοιοί τους σώζονται ανάμεσα στα γλυπτά του περιβόλου της Ροτόντας. Διακρίνονται ακόμη δύο επιτύμβιες πλάκες εντοιχισμένες στη ΒΑ και ΝΑ πλαυρά της βάσης του μιναρέ. Τη σημερινή κλίμακα ανόδου στο εσωτερικό του μιναρέ αποτελούν επάλληλα μαρμάρινα σκαλοπάτια σε δεύτερη χρήση. Ο κορμός του μιναρέ είναι χτισμένος εξολοκλήρου με πλίνθους που του δίνουν εσωτερικά τη μορφή κυλίνδρου και εξωτερικά ραβδωτού κίονα.

Μετά τον σεισμό του 1978 ο μιναρές ζώστηκε με μεταλλικές σκαλωσιές, όπως και η Ροτόντα. Στα άμεσα μέτρα στερέωσης του μνημείου ήταν η κατασκευή εσωτερικού μανδύα από οπλισμένο σκυρόδεμα στο ανώτατο τμήμα του και το περιμετρικό δέσιμο του κατεστραμμένου εξώστη του.

Το Κάστρο του Πλαταμώνα, είναι κάστρο της Φραγκοκρατίας, χτισμένο στη θέση οχυρωμένης πόλης της Μεσοβυζαντινής περιόδου, νοτιανατολικά του Ολύμπου, σε μικρή απόσταση από τη σημερινή κωμόπολη του Πλαταμώνα, σε θέση στρατηγική που ελέγχει τον δρόμο Μακεδονίας - Θεσσαλίας - Νότιας Ελλάδας. Είναι το καλύτερα διατηρημένο κάστρο της βόρειας-κεντρικής Ελλάδας, με τον επιβλητικό κεντρικό πύργο του, που δεσπόζει πάνω στην Εθνική Οδό.

Ιστορία
Αρχαία και μεσαιωνική περίοδος
Το κάστρο είναι χτισμένο στη θέση του αρχαίου Ηρακλείου (ή Ηράκλειας). Στον Περίπλου του Ψευδο-Σκύλακα (4ος αι. π.Χ.), αναφέρεται ως «πρώτη πόλις Μακεδονίας, Ηράκλειον». Πρόσφατες ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κεραμική ευβοϊκής, πρωτοκορινθιακής προέλευσης, καθώς και γεωμετρικής εποχής από την Ανατολική Ελλάδα, τα οποία δείχνουν παρουσία Ελλήνων ίσως και από τον 8ο αι. π.Χ. Το τοπωνύμιο Πλαταμώνας αναφέρεται για πρώτη φορά το 1198 σε χρυσόβουλο του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού Α΄.

Μετά τη Δ' Σταυροφορία (1204), με την είσοδο των Φράγκων στην Ελλάδα, η Πιερία παραχωρήθηκε (ως τμήμα του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης) στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό, το 1204. Τα κάστρα του Κίτρους και του Πλαταμώνα παραχωρήθηκαν σε ιππότες του. Το κάστρο του Κίτρους πήρε ο Βίριχ φον Ντάουν και ο Λομβαρδός Ρολάντο Πίκε ή Πίσκια πήρε τον Πλαταμώνα. Ο τελευταίος έκτισε εκεί το κάστρο, κάπου μεταξύ των ετών 1204 και 1222, μετά από εντολή του Βονιφάτιου, στη θέση της μεσοβυζαντινής οχύρωσης, με σκοπό τον έλεγχο του περάσματος από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία. Επίσης, ιδρύθηκαν λατινικές εκκλησίες στον Πλαταμώνα και στο Κίτρος, με καθολικό επίσκοπο (στο Κίτρος η καθολική επισκοπή θα διαρκέσει μέχρι την κατάληψη της Μακεδονίας από τους Τούρκους, στα τέλη του 14ου αιώνα). Σχετική αναφορά υπάρχει στο Χρονικό του Μορέως

Περί το 1224 το Κάστρο του Πλαταμώνα κυριεύτηκε από τον Θεόδωρο Α΄ Κομνηνό το Δούκα, όταν αυτός κατέλυσε το Φραγκικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Το κάστρο στη συνέχεια υπό τον έλεγχο του αδερφού του, Μανουήλ Κομνηνού Δούκα. Στη συνέχεια προσαρτήθηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου από τον Μιχαήλ Δούκα. Μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259), καταλήφθηκε από τον αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο και χρησίμευσε ως φυλακή των Φράγκων οι οποίοι είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι στη μάχη αυτή. Ο Πλαταμώνας θα ξαναχρησιμοποιηθεί ως φυλακή για τους επαναστάτες Ζηλωτές, το 1345, όταν αυτοί ηττήθηκαν από τον Απόκαυκο.
 





Τουρκοκρατία και νεότεροι χρόνοι
Το κάστρο κατέλαβαν οι Τούρκοι για πρώτη φορά γύρω στο 1385, σύντομα όμως περιήλθε στην κατοχή των Ενετών. Κατά την επιχείρηση για την ανακατάληψη του κάστρου από τους Τούρκους, το 1425, οι Ενετοί υπερίσχυσαν και πάνω από 100 Τούρκοι κάηκαν ζωντανοί μέσα στο κάστρο. Μετά το 1427 οι Ενετοί έχασαν και πάλι τον έλεγχο του Κάστρου του Πλαταμώνα, όταν οι Τούρκοι εδραίωσαν την κυριαρχία τους. Το ότι το κάστρο δεν καταστράφηκε από τους Τούρκους φαίνεται να οφείλεται στη στρατηγική σημασία του, δεδομένου ότι χρησίμευε ως βάση των επιχειρήσεών τους εναντίον των ανταρτών του γειτονικού Ολύμπου.

Το κάστρο περιγράφεται σε ημερολόγιο του Ενετού λοχαγού Ατζολιέλο, ο οποίος είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους έπειτα από ναυμαχία μεταξύ Ενετών και Τούρκων, το 1470. Ο Ατζολιέλο γράφει ότι στις 9 Αυγούστου (1470) ο Σουλτάνος διανυκτέρευσε κοντά σε ένα κάστρο, καλούμενο Platimonia, από το οποίο αντικρίζει κανείς τον κόλπο και την πόλη της Θεσσαλονίκης.

Στα τέλη 18ου αιώνα ο Πλαταμώνας ήταν αρματολίκι, με επικεφαλής τον Τσακνάκη, ενώ διοικητής διετέλεσε και ο Γεωργάκης Ολύμπιος.

Το 1770 καταλήφθηκε για μικρό χρονικό διάστημα από τους Έλληνες, όπως και το 1825 και 1878. Βομβαρδίστηκε από τον πλοίαρχο Σαχτούρη το 1897 και από τότε εγκαταλείφθηκε από τους Τούρκους.

Στις 15-16 Απριλίου 1941 στην περιοχή του Πλαταμώνα συγκρούστηκε ένα νεοζηλανδικό τάγμα με γερμανικά τμήματα και η μάχη έληξε με υποχώρηση των Νεοζηλανδών.

Σήμερα ανήκει στην αρμοδιότητα της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και είναι επισκέψιμο από το κοινό.

Το κάστρο του Πλαταμώνα είναι εύκολα ορατό από την Εθνική οδό Λάρισας - Κατερίνης.



Περιγραφή
Στο κάστρο αυτό συναντάμε τα 3 βασικά χαρακτηριστικά των μεσαιωνικών φρουρίων: τον πρώτο περίβολο, τον δεύτερο περίβολο που αποτελεί και την ακρόπολη και τον κεντρικό πύργο. Ο ευρύχωρος εξωτερικός τοίχος του κάστρου έχει σχήμα πολυγωνικό, ενισχύεται από πύργουςν τοποθετημένους σε ακανόνιστα διαστήματα και διατηρείται σε καλή κατάσταση. Η είσοδός του βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά ενώ στην ίδια πλευρά διακρίνεται και ερειπωμένο προτείχισμα ή ίσως πρόπυλο (barbikan). Τό ύψος των τειχών φτάνει δεξιά από την είσοδο τα 9,5μ. και αριστερά τα 7,5μ., ενώ το πάχος κυμαίνεται μεταξύ 1,2 και 2μ. Μεταξύ των δύο πυλών της κεντρικής εισόδου υπήρχε επιπλέον πύργος, σήμερα κατεστραμένος. Ο 2ος περίβολος έχει ύψος 6-7μ. και στη βορειοανατολική του γωνία υπάρχει ασυνήθιστος πύργο με τετράγωνη εξωτερική περίμετρο και κυκλική εσωτερική. Ο πύργος αυτός έχει βυζαντινού τύπου κεραμοσκέπαστο θόλο.

Στην βορειανατολική πλευρά υψώνεται ο μεγαλοπρεπής κεντρικό πύργος του αμυντικού συγκροτήματος με σχήμα οκταγωνικό, ύψους 16μ. και πάχους 2μ., του οποίου η είσοδος βρισκόταν, για λόγους ασφαλείας, σε ύψος 3,45μ. από την επιφάνεια του εδάφους, με πρόσβαση από ξύλινη σκάλα. Διαθέτει ημικυκλικά παράθυρα, σε ένα από τα οποία υπάρχουν δύο ανοίγματα με κεντρικό κιονίσκο με διακόσμηση από σταυρό πράγμα που πιθανόν να υποδεικνύει χρονολόγηση στην περίοδο που το κάστρο επισκευάστηκε από το βυζαντινό Δεσποτάτο της Ηπείρου.

Στον χώρο του κάστρου διατηρείται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής (η μόνη από τις 5 που υπήρχαν εκεί παλαιότερα) η οποία κατά την Τουρκοκρατία είχε μετατραπεί σε τζαμί.


Ένα από τα πιο παράξενα μνημεία της Θεσσαλονίκης, που αποπνέουν μία μυστηριακή ατμόσφαιρα σε όποιον το επισκεφθεί από κοντά, είναι οι Ιστορικοί κήποι του Πασά, στο κέντρο της πόλης. Σε κοντινή απόσταση από τα Κάστρα, πίσω από το νοσοκομείο “Άγιος Δημήτριος”, οι Κήποι του Πασά, εντυπωσιάζουν με την ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική τους. Ίσως πολλοί να μην γνωρίζουν καν την ύπαρξή τους, καθώς πρόκειται για μία περιφραγμένη έκταση εκτός των ανατολικών τειχών της πόλης. Η σημερινή εικόνα του μνημείου δεν θυμίζει σε τίποτα την αίγλη που απέπνεε αυτή η φανταστική αρχιτεκτονική των αρχών του 20ου αιώνα.

Οι επικλινείς Κήποι του Πασά χτίστηκαν το 1904 και μέχρι σήμερα ανήκουν στον χώρο του νοσοκομείου. Πρόκειται για ένα μεγάλο οικόπεδο, μέσα στο οποίο υπάρχει μία μικρή ομάδα κτισμάτων που προορίζονταν για τη διακόσμηση του κήπου. Σε μία έκταση 1000 τ.μ σήμερα διασώζονται λίγα μόνο κτίσματα, τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα στο χώρο. Τα κτίσματα αυτά αποτελούνται από ένα συντριβάνι, μία σήραγγα γύρω από αυτό, μία στέρνα που εξυπηρετούσε στη συγκέντρωση του νερού, καθώς και μία χαμηλή πύλη η οποία οδηγεί σε υπόγειο χώρο και ένα υπερυψωμένο καθιστικό.



Η μεγάλη αυτή ελεύθερη έκταση περικλείστηκε από ψηλό περίβολο, φυτεύτηκαν πεύκα, ενώ σε ένα τμήμα της οργανώθηκε ένα καθιστικό με σιντριβάνια, βρύσες και άλλα διακοσμητικά στοιχεία προκειμένου να χαρίσουν δροσιά και ευχαρίστηση στον επισκέπτη, σε συνδυασμό και με τη θαυμάσια θέα στην πόλη.

Η ονομασία η οποία δόθηκε στους Κήπους του Πασά, δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο ενώ σύμφωνα με εντοιχισμένη επιγραφή που βρέθηκε στον χώρο, η δημιουργία τους χρονολογείται το 1904. Αποτελούν δείγμα “φανταστικής αρχιτεκτονικής”, σε ελεύθερο χώρο και αποτελούν ένα μοναδικό ολοκληρωμένο δημιούργημα του αρχιτεκτονικού αυτού ρεύματος στη Θεσσαλονίκη. Ο αρχιτέκτονας ή οι αρχιτέκτονες που κατασκεύασαν τους Κήπους του Πασά ήταν ανώνυμοι και θέλησαν να ακολουθήσουν τη μέθοδο της λεγόμενης “φανταστικής αρχιτεκτονικής”, η οποία χαρακτηρίζεται από πλήρη ελευθερία στη σύνθεση και στον συνδυασμό των υλικών. Στον ίδιο τύπο αρχιτεκτονικής, εντάσσονται έργα του Antoni Gaudi και ειδικά το πάρκο Guell (1900-1914), το οποίο σύμφωνα με αναφορές παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με τους Κήπους του Πασά στην ελευθερία και την οργανικότητα των μορφών.





Οι αρχές του 20ου αιώνα, ήταν μία εποχή όπου η Υψηλή Πύλη, στα πλαίσια που κατέβαλε για να εκσυγχρονίσει το Οθωμανικό κράτος, έκανε διάφορα δημόσια έργα, χαράσσονταν νέοι εμπορικοί δρόμοι ενώ κατασκευάζονταν δημόσια κτίρια σε εκλεκτικιστικό ρυθμό. Την εποχή εκείνη, οι Κήποι του Πασά ήταν γνωστοί στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι θέλησαν να δώσουν μία ποιητική ονομασία στο μνημείο, ωστόσο η ονομασία αυτή δεν συνδέεται με την πραγματικότητα. Ο λόγος είναι ότι δεν έχει υπάρξει καμία αναφορά, έως σήμερα, με κάποια κατοικία ή με κάποιον Τούρκο αξιωματούχο. Έτσι, είναι σχεδόν βέβαιο πως κτίστηκαν από την αρχή για να αποτελέσουν τον κήπο του νοσοκομείου. Αρχικά το νοσοκομείο λεγόταν Χαμιδιέ, αργότερα Ξενών, στη συνέχεια πήρε την ονομασία Δημοτικόν και τέλος ονομάστηκε Άγιος Δημήτριος, όπου και παραμένει έως σήμερα.

Ακόμα και σήμερα, οι Κήποι του Πασά, παραμένουν ένα απομονωμένο και εκκεντρικό μνημείο, αξίζει όμως μία επίσκεψη στο μυστηριακό αυτό τόπο, ο οποίος σε πολλούς εξακολουθεί να είναι άγνωστος. Το σίγουρο είναι πως θα προσφέρουν στον επισκέπτη μία ξεχωριστή εμπειρία.

 
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι ναός στη Θεσσαλονίκη αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο, τον πολιούχο της πόλης. Βρίσκεται στην ομώνυμη οδό και είναι πεντάκλιτη βασιλική του «ελληνιστικού τύπου», αλλά με πολλά ιδιαίτερα και σπάνια χαρακτηριστικά σε σχέση με άλλους ναούς της ίδιας περιόδου στην Ελλάδα, με εγκάρσιο κλίτος και με πλούσιο ζωγραφικό και μαρμάρινο διάκοσμο με περίτεχνα κιονόκρανα. Στο υπόγειο του ναού βρίσκεται ο χώρος μαρτυρίου του Αγίου. Από τα ψηφιδωτά του, ξεχωρίζει αυτό που απεικονίζει τον ίδιο τον άγιο με δύο μικρά παιδιά και ένα άλλο, που απεικονίζει τον άγιο ανάμεσα στον επίσκοπο και στον έπαρχο, οι οποίοι ανακαίνισαν το ναό τον 7ο αι.

Χρονολόγηση
Μετά το 313 μ.Χ. ιδρύεται το πρώτο προσευχητάριο στον τόπο μαρτυρίου του Αγίου, τον 5ο αι. μία τρίκλητη βασιλική που καίγεται τον 7ο αιώνα και στη θέση της χτίζεται πεντάκλιτη βασιλική. Αυτή καίγεται σχεδόν ολοκληρωτικά το 1917 και αναστηλώνεται μέχρι το 1948.
Ιστορία του ναού
Ο πρώτος ναός ήταν ένα μικρό προσευχητάριο που ιδρύθηκε μετά το 313 μ.Χ. (Διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας) στον τόπο μαρτυρίου του Αγίου Δημητρίου.

Το 412-413 μ.Χ., ο έπαρχος Ιλλυρικού Λεόντιος ίδρυσε στον ίδιο χώρο μια μεγάλη τρίκλητη βασιλική, κάτω από το ιερό βήμα της οποίας διατήρησε τμήμα των θερμών όπου μαρτύρησε ο Άγιος Δημήτριος. Αυτή κάηκε το 629-634. Μετά την πυρκαγιά ο επίσκοπος Ιωάννης, με οικονομική ενίσχυση των πολιτών έχτισε μια μεγαλύτερη πεντάκλιτη βασιλική[1] που αποτελούσε κατά τη βυζαντινή εποχή το κέντρο λατρείας του Αγίου.

Το 904 ο ναός λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς. Το 1185, κατά την άλωση της πόλης από τους Νορμανδούς, αφαίρεσαν το σκήνωμα του Αγίου Δημητρίου που φυλασσόταν σε κιβώριο στο κέντρο του ναού. Βρέθηκε στο μοναστήρι του San Lorenzo in Campo της Βόρειας Ιταλίας. Η κάρα και μέρος των λειψάνων του Αγίου επιστράφηκαν το 1978 και τοποθετήθηκαν στο δυτικό κλίτος σε αργυρή λειψανοθήκη κάτω από το ομοίωμα του παλιού κιβωρίου, έργο του γλυπτικού οίκου Φιλιππότη από την Τήνο.

Το 13ο αιώνα ο ναός επισκευάστηκε και ανακαινίστηκε. Την εποχή εκείνη χτίστηκε και το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου στην νοτιοανατολική πλευρά του ναού του Αγίου Δημητρίου

Το 1492-93 ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί με το όνομα Κασιμιέ Τζαμί. Τότε η λατρεία του Αγίου άλλαξε τόπο. Ένας παραθαλάσσιος ναός, μία ξυλόγλυπτη τρίκλιτη βασιλική που χτίστηκε στα τέλη του 13ου-αρχές 14ου αι. στην θέση της σημερινής Μητρόπολης, τιμήθηκε στο όνομα του Αγίου Δημητρίου. Μεταφέρθηκαν εκεί η περίφημη εικόνα του Αγίου (είχε ζωγραφιστεί όσο ζούσε) και πολλά κειμήλια. Ο ναός εκείνος κάηκε το 1890.

Επί Βαλή Δεούφ Πασά έγιναν επισκευές στο ναό του Αγίου Δημητρίου και τότε αποκαλύφθηκαν τα μωσαϊκά του. Αποδόθηκε ξανά στη χριστιανική λατρεία το 1912.

Στη μεγάλη πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε τα 2/3 της πόλης τον Αύγουστο του 1917, κάηκε σχεδόν ολοκληρωτικά και αναστηλώθηκε το 1948 διατηρώντας αρκετά από τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Χάρη στον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο, που είχε κρατήσει σημειώσεις, σχέδια και φωτογραφίες, με τη συνεργασία των Γ. Σωτηρίου, E. Hebrard, Α. Ορλάνδου, Α. Ξυγγόπουλου, Σ. Πελεκανίδη, κ.ά., ο ναός αναστηλώθηκε «εκ βάθρων» για να δοθεί και πάλι στη λατρεία των πιστών στις 26 Οκτωβρίου του 1949, την ημέρα της γιορτής του άγιου.

Λίγο αργότερα, το 1978, τα λείψανα του Αγίου επέστρεψαν από το αββαείο του Αγίου Λαυρεντίου στο Κάμπο της Ιταλίας και τοποθετήθηκαν σε μια αργυρή λάρνακα όπου φυλάσσονται ως σήμερα.

Το 1988 ο ναός ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.

Από το 1988 η κρύπτη του ναού λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος (μουσειακή έκθεση), όπου εκτίθενται συλλογή γλυπτών, κιονόκρανων, θωρακίων και αγγείων από τις διάφορες φάσεις της ιστορίας του ναού του Αγίου Δημητρίου.
 

Περιγραφή-Χαρακτηριστικά
Ο ναός είναι ένα ξυλόστεγο κτίσμα, χωρίς θόλο, με διαστάσεις κάτοψης 43,58 μ. μήκος και 33 μ. πλάτος.

Δε γνωρίζουμε αν είχε αίθριο. Η είσοδος στο νάρθηκα γίνεται από δύο θύρες στο δυτικό τοίχο του ναού, που αντιστοιχούν στα εσωτερικά πλάγια (βόρειο και νότιο κλίτος), ενώ θύρες εισόδου υπάρχουν και στο βόρειο και νότιο τοίχο της βασιλικής. Από το στενό νάρθηκα που είναι μικρότερος από το ναό (το νότιο κλίτος χρησιμεύει σαν κλιμακοστάσιο), περνώντας από το τρίβηλο μπαίνουμε στον κυρίως ναό. Το τρίβηλο είναι ένα άνοιγμα στο κέντρο του νάρθηκα και σχηματίζεται από δύο κίονες από πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο.

Εσωτερικά χωρίζεται με τέσσερις σειρές μαρμάρινων κιονοστοιχιών σε πέντε κλίτη, ενώ ένα έκτο κλίτος διαμορφώνεται κάθετα στα προηγούμενα, όπου βρίσκονται η Αγία Τράπεζα και το Ιερό. Το μεσαίο κλίτος, πιο πλατύ από τα άλλα τέσσερα, υπερυψώνεται και κυριαρχεί σαν όγκος, ενώ τα πλάγια στεγάζονται κλιμακωτά με στέγες δίνοντας τη δυνατότητα να δημιουργηθούν πολύκλητα παράθυρα στους πλάγιους τοίχους (μονόβολα, δίβολα και πολύβολα). Στο μεγαλύτερο μέρος του ναού, ιδιαίτερα στα κατώτατα τμήματα, διατηρείται η παλιά τοιχοποιία διαμορφωμένη από ανισόδομη αργολιθοδομή και πλινθοδομές που ακολουθούν τα τόξα των ανοιγμάτων, παραθύρων ή θυρών.

Τάφος του Λουκά Σπαντούνη
Στη βορειοδυτική γωνία του κεντρικού κλίτους και ανάμεσα στον πεσσό και τον πρώτο κίονα της κιονοστοιχίας σώζεται μνημειακός τάφος, κατασκευασμένος πιθανότατα στην Ιταλία. Είναι ο τάφος του Λουκά Σπαντούνη, άρχοντα της Θεσσαλονίκης, που τάφηκε στην εκκλησία στα 1481.


Γλυπτικός διάκοσμος
Ο μαρμάρινος διάκοσμος του ναού αποτελείται από την ορθομαρμάρωση, τα θωράκια, τους κίονες, τα κιονόκρανα, το κιβώριο, το τέμπλο, τους αμφικίονες των παραθύρων και τους κοσμήτες.

Ορθομαρμάρωση
Στο ναό υπάρχει μόνο στο κεντρικό κλήτος και στο νάρθηκα (είναι του 5ου αι.). Αποτελείται από τέσσερις πλάκες σκυριανού μαρμάρου, που βρίσκονται στον ανατολικό τοίχο, νότια από το τρίβηλο, τοποθετημένες με τέτοιον τρόπο, ώστε οι φλεβώσεις τους να σχηματίζουν άνθρωπο σε δέηση.

Κίονες
Οι κίονες επιστέφονται με θεοδοσιανά κιονόκρανα (προέρχονται από παλαιότερα ρωμαϊκά κτίσματα ή από τη βασιλική του 5ου αιώνα). Αποτελούνται από δύο σειρές άκανθας κι έχουν έλικες στις τέσσερις γωνίες.

Δίζωνα κιονόκρανα: Η κάτω σειρά άκανθας έχει διατηρηθεί σε αυτό τον τύπο, ενώ η επάνω έχει αντικατασταθεί η κάτω σειρά με τέσσερις αετούς στις γωνίες ή τέσσερις κριούς.

Με ανεμιζόμενα φύλλα: Αποτελούνται από δύο σειρές άκανθας που γέρνουν προς τα πλάγια, σε αντίθετη κατεύθυνση η κάθε σειρά.

Πτυχωτά: Εδώ τα φύλλα της άκανθας απλώνονται σαν δαντέλα, με πτυχωτό τρόπο.

Ανάμεσα στα κιονόκρανα και τα τοξοτά επιστύλια παρεμβάλονται τα επιθήματα, απλά και ακόσμητα. Η μόνη διακόσμηση είναι ένας ρόδακας, στη στενή προς το κεντρικό κλίτος επιφάνεια, και ένας σταυρός στην προς τα πλάγια κλίτη όψη τους.

Επίκρανα
Στις παραστάδες του τριβήλου και στην παραστάδα της κιονοστοιχίας του κεντρικού κλίτους διατηρήθηκαν επίκρανα του 5ου αιώνα. Τα επίκρανα του τριβήλου διακοσμούνται με φύλλα προιονωτής άκανθας και προτομές ζώων. Στην παραστάδα της νότιας κιονοστοιχίας εικονίζονται φύλλα προιονωτής άκανθας, κλιματίδες, πουλιά (βόρεια όψη), παγόνια, κάνθαροι (ανατολική όψη), κλιματίδες και άκανθες (νότια όψη).

Κοσμήτες
Ο κύριος κοσμήτης του μνημείου είναι λοξότμητος και περιτρέχει το κεντρικό κλίτος στο ύψος του δαπέδου του υπερώου. Δύο άλλα είδη κοσμητών υπάρχουν στην κόγχη του ιερού βήματος, ένα στη γέννηση του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης κι ένα άλλο κάτω από το πεντάλοβο παράθυρο.

Ιερό βήμα
Φωτίζεται από ένα μεγάλο πεντάλοβο παράθυρο και χωρίζεται από το ναό με ψηλό τέμπλο. Στο κέντρο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα κάτω από την οποία υπάρχει σταυρικό σκάμμα (εγκαίνιο) με μια μαρμάρινη θήκη σε μορφή σαρκοφάγου. Μέσα σε αυτήν βρέθηκε γυάλινο φιαλίδιο με στερεοποιημένο αίμα. Το εγκαίνιο περιέχει λείψανα Αγίων και είναι απαραίτητο για τον καθαγιασμό του ναού. Στην κόγχη υπάρχει σύνθρονο, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ο θρόνος του επισκόπου.

Τέμπλο
Δε γνωρίζουμε τη μορφή που είχε το αρχικό τέμπλο. Το σημερινό μαρμάρινο μιμείται παλαιοχριστιανικό τέμπλο που αναγράφει θέματα από γλυπτά που βρέθηκαν στις ανασκαφές.

Ψηφιδωτά
Από την πυρκαγιά του 1917 σώθηκαν μόνο έντεκα ψηφιδωτά, από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα. Βρίσκονται στην ανατολική όψη του τοίχου που χωρίζει το νάρθηκα από τον κυρίως ναό και στους δύο μεγάλους πεσσούς του ιερού βήματος.

Στο επάνω μέρος του δυτικού τοίχου του νότιου εσωτερικού κλίτους, εικονίζεται σε βάθρο ο Άγιος Δημήτριος, όρθιος σε στάση δέησης. Από δεξιά μια γυναίκα φέρνει το παιδί της στον Άγιο, ενώ αριστερά διασώζονται τα πόδια ενός δεύτερου παιδιού. Η σκηνή παριστάνει αφιέρωση παιδιών στον Άγιο και είναι ψηφιδωτό του 5ου αιώνα.

Στην αντίθετη θέση, στο βόρειο εσωτερικό κλίτος, υπάρχει ψηφιδωτό που εικονίζει έναν άγγελο με σάλπιγγες να σκύβει προς τον Άγιο. Η παράσταση αυτή του 5ου αιώνα δε διαζώζεται ακέραια. Δίπλα στον άγγελο διασώζονται τα φτερά ενός δεύτερου αγγέλου.

Δίπλα στον τάφο του Λουκά Σπαντούνη, στο δυτικό τοίχο του εσωτερικού κλίτους, υπάρχει ψηφιδωτό του 7ου αιώνα με τον Άγιο Δημήτριο ανάμεσα σε τέσσερις κληρικούς μπροστά στις επάλξεις των τειχών της πόλης.

Στο νοτιοανατολικό πεσσό: Στη βόρεια πλευρά του εικονίζεται ο Άγιος ανάμεσα σε έναν επίσκοπο κι έναν έπαρχο, μπροστά στα τείχη της πόλης. Πρόκειται για την τρίτη πολιορκία από τους Σλάβους στις αρχές του 7ου αιώνα. Το ψηφιδωτό στην ανατολική πλευρά του παριστάνει τον Άγιο κι ένα διάκονο τον οποίο ο Άγιος περιβάλλει με τα δυο του χέρια. Ο ιερωμένος που εικονίζεται είναι ο διάκονος που φρόντισε για την ανοικοδόμηση του ναού μετά την καταστροφή του το 629-634. Στη δυτική πλευρά του εικονίζεται μπροστά από τοίχο ο Άγιος Σέργιος σε στάση δέησης.



Στο βορειοανατολικό πεσσό: Στη δυτική πλευρά του υπάρχει ψηφιδωτό του Αγίου με δύο παιδιά που έχουν τα χέρια τους σε στάση προσφοράς. Στην ανατολική του πλευρά εικονίζεται ο Άγιος δεόμενος. Το κεντρικό τμήμα της παράστασης είναι κατεστραμμένο. Στη νότια πλευρά του εικονίζεται η Παναγία σε στάση δέησης με στρατιωτικό Άγιο (Άγιος Θεόδωρος). Στο επάνω τμήμα υπάρχει προτομή του Χριστού που ευλογεί (9ος αιώνας).

Εντοίχια ψηφιδωτά του ναού που κάηκε το 1917, βρίσκονται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Σε ψηφιδωτό της βόρειας κιονοστοιχίας ο Άγιος εικονίζεται σε στάση δέησης, ενώ αριστερά και δεξιά διασώθηκαν δύο μορφές που δέονται μαζί του. Επίσης βρέθηκε στα ερείπια της εκκλησίας ψηφιδωτό με παγόνι. Χρονολογούνται και τα δύο στον 5ο και 6ο αιώνα. Στο μουσείο βρίσκεται ακόμη τμήμα από τη διακόσμηση των εσωτερικών τοίχων με μαρμάρινες πλάκες του 7ου αιώνα (μία σύνθεση με πολύχρωμα μάρμαρα που δημιουργούσαν γεωμετρικά και φυτικά σχέδια.


Τοιχογραφίες
Η σημαντικότερη και παλαιότερη φωτογραφία του Αγίου βρίσκεται στο νότιο τοίχο του ναού και είναι κατεστραμμένη από μεγάλο τοξοτό άνοιγμα. Στο αριστερό της τμήμα εικονίζεται ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έφιππος με στρατιωτική ακολουθία (685-695 και 705-711). Η τοιχογραφία αυτή ιστορικού περιεχομένου είναι του 8ου αιώνα.

Στον πρώτο από τα δυτικά πεσσό της νότιας κιονοστοιχίας του κεντρικού κλίτους και στη δυτική του όψη εικονίζεται ο αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος Παλαμάς με τον Ιωάννη τον Στ’ Κατακουζηνό που είχε γίνει μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ.

Στο δεύτερο πεσσό από δυτικά της ίδιας κιονοστοιχίας στη νότια όψη του ναού, υπάρχει η παράσταση του Οσίου Λουκά του Στειριώτη (11ος αιώνας).

Στη νότια παραστάδα του τριβήλου διακρίνει κανείς την αλληγορική σκηνή του ανθρώπου που κυνηγιέται από ένα μονόκερο, ενώ στη βόρεια τα πασχάλια των ετών 1474-1493.

Τοιχογραφίες που μιμούνται ορθομαρμάρωση διατηρούνται στους τοίχους των πλαγίων κλιτών.
 

Κρύπτη
Ήταν το Ρωμαϊκό λουτρό όπου κατά την παράδοση μαρτύρησε ο Άγιος. Η είσοδος γίνεται από μία σκάλα στο ανατολικό τμήμα του νότιου κλίτους. Το ιερότερο τμήμα της κρύπτης είναι η ημικυκλική δεξαμενή αγιάσματος με τις μαρμάρινες κολώνες, κάτω ακριβώς από το Άγιο Βήμα. Από την κεντρική κόγχη έτρεχε μύρο που έπαιρναν σε φυαλίδια οι προσκυνητές ως τα χρόνια της Τουρκοκρατίας όταν μετατράπηκε σε τζαμί. Στην κρύπτη λειτουργεί μουσειακή έκθεση από γλυπτή διακόσμηση του ναού κατά τις διάφορες φάσεις της ιστορίας του. Εκτίθενται τμήματα του μαρμάρινου κιβωρίου που περιείχε τη λάρνακα του Αγίου, θωράκια του 6ου - 7ου αιώνα, σχέδια και παλιές φωτογραφίες του ναού.

Αρκεί ένα ταξίδι 14 χλμ. από την Καβάλα, 40 χλμ. από τη Δράμα, 70 χλμ. από τις Σέρρες και 140 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη για να γνωρίσει κανείς την απόλυτη φυσική ομορφιά μιας ακτογραμμής που μπορεί να μην συγκαταλέγεται μεταξύ των πολυδιαφημισμένων της χώρας, καθώς δεν βρίσκεται σε κάποιον από τους δημοφιλείς προορισμούς των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων ή του Ιονίου, αλλά κερδίζει τον επισκέπτη με την πρώτη ματιά. 

Ο λόγος για τους Αμμόλοφους, μία εντυπωσιακή παραλία δυτικά της Καβάλας, στα διοικητικά και γεωγραφικά όρια του Δήμου Παγγαίου, που κάθε χρόνο αποτελεί πόλο έλξης δεκάδων χιλιάδων τουριστών. Για τους δε ντόπιους είναι η παραλία των τεσσάρων νομών και των δύο ...χωρών. Κι όχι άδικα, αν αναλογιστεί κανείς ότι την επιλέγουν για τα καλοκαιρινά τους μπάνια επισκέπτες και τουρίστες από την Καβάλα, τη Δράμα, τις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη και εσχάτως εκατοντάδες Βούλγαροι, που κάθε Κυριακή καταφθάνουν με ειδικά ναυλωμένα τουριστικά λεωφορεία από τις γειτονικές βουλγαρικές πόλεις για να απολαύσουν στιγμές δροσιάς, κοσμοπολίτικης διάθεσης, ξεκούρασης και χαλάρωσης σε ένα ιδανικό περιβάλλον.



Κάθε χρόνο, λοιπόν, όταν το καλοκαίρι βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή του, όταν κάθε εικόνα του μυαλού "γεμίζει" με θάλασσα και ήλιο, με ατελείωτες αμμουδιές και χαλάρωση, με παιχνίδι και καλή παρέα, τότε η επιλογή δεκάδων εκατοντάδων τουριστών, επισκεπτών αλλά και μόνιμων κατοίκων είναι οι Αμμόλοφοι.

Πρόκειται για μια αλυσίδα καθαρών ακρογιαλιών που εκτείνονται σε μήκος 15 χλμ. (ολόκληρη η ακτογραμμή του Δήμου Παγγαίου είναι 55 χλμ.) με διαυγή, κρυστάλλινα και ρηχά νερά, που αποτελούν πραγματικό στολίδι της περιοχής, προσφέροντας στιγμές διασκέδασης και χαλάρωσης, μέσα από πληθώρα θαλάσσιων σπορ και σύγχρονα beach bars, που δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν απ' αυτά της Χαλκιδικής ή των κοσμοπολίτικων νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου.



Οι τρεις κολπίσκοι των Αμμολόφων είναι σίγουρο ότι θα ικανοποιήσουν και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη. Από τα ομορφότερα μέρη για κολύμπι, στην αρχή ακόμα των Αμμόλοφων, και αφού διασχίσεις έναν χωματόδρομο ενός χιλιομέτρου είναι η χερσόνησος του Βρασίδα στη Νέα Πέραμο. Εκεί μπορεί να απολαύσει κανείς το μπάνιο του, στη σκιά του βυζαντινού κάστρου της αρχαίας Οισύμης, ενώ τα ελαιόδεντρα και τα αμπέλια δημιουργούν εικόνες που ξεκουράζουν όλες τις αισθήσεις.

Αργά το μεσημέρι και αφού τελειώσει το μπάνιο, οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε εκλεκτούς ψαρομεζέδες σε μια από τις πολλές παραθαλάσσιες ταβέρνες της Νέας Περάμου ή της Νέας Ηρακλείτσας. Να δοκιμάσουν εκλεκτά κρασιά της περιοχής αλλά και το καθαρό τσίπουρο που παρασκευάζεται με την παραδοσιακή μέθοδο της απόσταξης από τους δεκάδες αμβυκούχους που λειτουργούν τα καζάνια τους στο Δήμο Παγγαίου. Τόσο η παραλία της Νέας Περάμου όσο και της Νέας Ηρακλείτσας προσφέρονται για απογευματινούς περιπάτους, για βόλτες με ποδήλατα αλλά και για καφέ δίπλα στη θάλασσα. Στη Νέα Ηρακλείτσα υπάρχει οργανωμένη μαρίνα για τον ελλιμενισμό τουριστικών σκαφών.



Την τελευταία δεκαετία, η περιοχή των Αμμολόφων αναμορφώθηκε ριζικά χάρη στις προσπάθειες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να συνδυάσει την επιχειρηματικότητα και την τουριστική ανάπτυξη με τον σεβασμό προς τη φύση, την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς καθώς ολόκληρη η περιοχή των Αμμολόφων είναι χαρακτηρισμένη ως αρχαιολογική ζώνη.

Στο πλαίσιο αυτό, οι τοπικές Αρχές κατασκεύασαν νέες ομοιόμορφες ξύλινες λυόμενες κατασκευές, όπου στεγάζονται τα beach bars της περιοχής, αποκατέστησαν την ηλεκτροδότηση, βελτίωσαν το οδικό δίκτυο και δημιούργησαν χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων.

Καθώς σουρουπώνει, οι Αμμόλοφοι μεταμορφώνονται σε μια μαγική εικόνα. Οι τελευταίες παρέες μαζεύουν ξύλα για τη φωτιά που θα ζεστάνει ελαφρά τη δροσιά της νύχτας και θα φωτίσει τον ουρανό με τα εκατομμύρια άστρα. Ήχοι ρέγκε και λάτιν γεμίζουν την ατμόσφαιρα και η κιθάρα της παρέας κρατάει συντροφιά στον παφλασμό του κύματος.

Το φυσικό περιβάλλον των Αμμόλοφων


Το φυσικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής των Αμμόλοφων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πολλές απόψεις (οικολογική, ιστορική -αρχαιολογική, γεωλογική -εδαφολογική, τουριστική, κλπ) και διακρίνεται για την ιδιαίτερη γραφικότητα, τη μοναδικότητα και το αναλλοίωτο του διαμορφωμένου τοπίου.



Το τοπίο αυτό παρουσιάζει εντυπωσιακές εναλλαγές μεταξύ αμμοθινών διαφόρου μεγέθους και σχήματος, απέραντων παραλιών με ψιλή άμμο, συμπλεγμάτων βραχωδών ακτών, κολπίσκων και μικρών όρμων, μικρών χερσονήσων, καλλιεργούμενων εκτάσεων από αμπέλια και ελιές και φυσικών υψωμάτων καλυμμένων με βλάστηση (πουρνάρι και άλλους αείφυλλους θάμνους).

Στο σύνολο αυτό εντάσσονται σχετικά αρμονικά λιγοστές παραθεριστικές κατοικίες και κάποια μικρά παρεκκλήσια. Η υπάρχουσα βλάστηση είναι σημαντική και εκτός των καλλιεργειών, των διαφόρων φυτεύσεων στα ιδιόκτητα κτήματα και της βλάστησης των υψωμάτων, καθώς παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα χαμηλά, ανθοφόρα και μη, φυτά και θάμνους που φύονται πάνω στις αμμοθίνες και χρήζουν προστασίας και ανάδειξης.

Η πανίδα της περιοχής είναι επίσης ενδιαφέρουσα και περιλαμβάνει ποικιλία ερπετών, πτηνών, ψαριών και εντόμων, συντελώντας στη δημιουργία οικοσυστήματος με αρμονική ισορροπία. Τα νερά της θάλασσας εμφανίζουν μεγάλη καθαρότητα, είναι ρηχά, συνήθως ήρεμα τους καλοκαιρινούς μήνες και για τους λόγους αυτούς ενδείκνυνται για κολύμβηση, θαλάσσια σπορ και ψάρεμα.

Η θαλάσσια αύρα που πνέει συχνά στη περιοχή τους καλοκαιρινούς μήνες συντελεί στη φυσική δροσιά και στη μείωση των υψηλών θερμοκρασιών κατά τις περιόδους καύσωνα.

Πηγή φωτογραφιών: Δήμος Παγγαίου / Αχιλλέας Σαββόπουλος.
Πηγή: Το Ποντίκι

Η Μονή Εικοσιφοινίσσης βρίσκεται σε υψόμετρο 753 μέτρων, στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου. Βρίσκεται στο δρόμο Σερρών-Καβάλας, στα όρια των δύο Νομών. Διοικητικά ανήκει στο Νομό Σερρών, αλλά εκκλησιαστικά υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας.

Η ίδρυση της Ιεράς Μονής
Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στα χρόνια του επισκόπου Φιλίππων Σώζοντος, ο οποίος έλαβε μέρος στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.). Κατά την παράδοση, ο επίσκοπος Σώζων ίδρυσε, περί το 450 μ.Χ., ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, πλησίον της Μονής. Ο μοναστικός οικισμός αυτός εγκαταλείφθηκε με την πάροδο των ετών και η Μονή ιδρύθηκε ουσιαστικά από τον Άγιο Γερμανό, τον 8ο αιώνα.
 

Το όνομα της της Μονής
Για το όνομα της Μονής υπάρχουν τρεις εκδοχές:
  1. Ο κτήτωρ της Μονής, άγιος Γερμανός, βρισκόταν σε ένα μέρος, μια μικρή όαση έξω από την ι. Μονή του Τιμίου Προδρόμου στους Αγίους Τόπους, όπου είχε είκοσι (20) φοίνικες, εκεί έλαβε εντολή από τον άγγελο της Θεοτόκου για την ανέγερση της Μονής και σε ανάμνηση της τοποθεσίας την ονόμασε «Παναγία η Εικοσιφοίνισσα».
  2. Ο γνωστός στιχουργός του 18ου αιώνα Καισάριος Δαπόντες την ονομάζει «Κοσσσυφινίτσα», γιατί κατά την παράδοση, ένας κόσσυφος (κοτσύφι) οδήγησε τον άγιο Γερμανό στο σημείο όπου αναβλύζει το Αγίασμα μέχρι και σήμερα κάτω από το παρεκκλήσιο της Αγ. Βαρβάρας.
Ο ηγούμενος της Μονής Χρύσανθος το (1782) αναφέρει ότι ενώ ο άγιος Γερμανός, μετά την ανέγερση του μοναστηριού, αναζητούσε κατάλληλη σανίδα για να γίνει η εικόνα της Θεοτόκου. Εκείνη με θαυματουργικό τρόπο του πρόσφερε την μέχρι και σήμερα σωζόμενη εικόνα Της, που άστραφτε κι εξέπεμπε «φοινικούν», δηλαδή κοκκινωπό, φως. Απ’ αυτό επικράτησε ο όρος «Εικοσιφοίνισσα» (εικών φοίνισσα – Εικοσιφίνισσα).


Ο κτίτορας της Μονής
Κατά την παράδοση, ο Άγιος Γερμανός, αφού μόνασε στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα ήρθε στη θέση Βίγλα του Παγγαίου περί το 718. Εκεί ανακάλυψε τα ερείπια των παλαιών κτισμάτων που είχε χτίσει ο Σώζων. Ξεκίνησε να ανεγείρει νέα Μονή, αλλά τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει για την ανέγερση της Μονής δεν επαρκούσαν για να εξοφλήσει τους τεχνίτες, με αποτέλεσμα αυτοί να τον οδηγήσουν αιμόφυρτο στη Δράμα για να δικαστεί. Στο δρόμο συνάντησαν τον πληγωμένο Άγιο οι Κωνσταντινουπολίτες αξιωματούχοι Νικόλαος και Νεόφυτος, οι οποίοι μετέβαιναν στη Σερβία ως απεσταλμένοι του Αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα. Αυτοί εξόφλησαν τους τεχνίτες και ελευθέρωσαν τον Άγιο, ενώ αργότερα πούλησαν και οι ίδιοι την περιουσία τους και μόνασαν στη Μονή, κοντά στον Άγιο Γερμανό.

Η νεότερη ιστορία της Μονής
Για αρκετούς αιώνες η ιστορία της Μονής Εικοσιφοινίσσης είναι άγνωστη. Αρχαιολογικές ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά τον 11ο αιώνα κτίστηκε ξανά το Καθολικό της Μονής. Η Μονή έγινε Σταυροπηγιακή με σιγίλια των Πατριαρχών Συμεών Τραπεζούντιου και Μαξίμου Γ΄, εξαρτήθηκε δηλαδή απευθείας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Η Μονή έζησε νέα εποχή ακμής όταν το 1472 σε αυτή εγκαταβίωσε ο παραιτηθείς Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Α΄, ο οποίος με τη δράση και την περιουσία του της έδωσε πνοή ζωής. Για το λόγο αυτό ονομάστηκε δεύτερος κτίτορας της Μονής και η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο. Πατριαρχικά σιγίλια υπέρ της Μονής εξέδωσαν οι Οικουμενικοί Πατριάρχες: Ιερεμίας Α΄ (1544), Μητροφάνης Γ΄ (1567) και Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1573). Το 1610 επισκέφθηκε τη Μονή ο Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος, ο οποίος συνέγραψε τον Παρακλητικό Κανόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου. Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη Μονή ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας και άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.

Κατά την Τουρκοκρατία, η συμβολή της Μονής στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη, ενώ κατά την ιστορική της διαδρομή καταστράφηκε πολλές φορές από Τούρκους και Βούλγαρους επιδρομείς. Στις 25 Αυγούστου 1507, οι Τούρκοι έσφαξαν 172 μοναχούς[5] της Μονής, διότι είχαν ενοχληθεί από τη δράση τους υπέρ της διατήρησης της ελληνικότητας του πληθυσμού της περιοχής. Τρία χρόνια μετά, 10 μοναχοί από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, ήλθαν στη Μονή για να την ανασυστήσουν.

Κατά την εποχή της Επανάστασης του 1821, η Μονή είχε καταστεί πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και οι ηγούμενοί της είχαν στενή συνεργασία με τους ηγέτες της επαναστάσεως (Νίκος Τσάρας, Εμμανουήλ Παπάς) στη Βόρεια Ελλάδα. Η Μονή έπαθε σοβαρές ζημιές από σεισμό του 1829, αποτεφρώθηκε το 1854 και το 1864 επιδημία πανώλης αποδεκάτισε την αδελφότητά της. Μέχρι το 1843 λειτουργούσε εκεί σχολή, ονομαζόμενη Των Κοινών Γραμμάτων ή Ελληνική Σχολή, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα και λίγες δεκαετίες λειτούργησε και Γεωργική Σχολή με 3 γεωπόνους.

Ο Άγιος Προκόπιος μετέπειτα Μητροπολίτης Ικονίου, μετέβη στη Μονή το 1898 (τότε επίσκοπος Αμφιπόλεως) ως έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με σκοπό την αποκατάσταση της ενότητας και της ειρήνης μεταξύ της μοναστικής αδελφότητας. Ο ίδιος αργότερα εξελέγη μητροπολίτης Ικονίου και μαρτύρησε το 1923 στη Μικρά Ασία.

Ο Άγιος Χρυσόστομος Μητροπολίτης Δράμας, μετέπειτα Σμύρνης όπου και μαρτύρησε, μερίμνησε ιδιαίτερα για την ηθική και υλική ενίσχυση της Ιεράς Μονής κατά την αρχιερατεία του στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας που διήρκησε από το 1902 έως το 1910.







Στο σκευοφυλάκειο της Μονής ήταν αποθησαυρισμένα πολλά και σημαντικά κειμήλια, ενώ ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η βιβλιοθήκη της, η οποία πριν την καταστροφή από τους Βούλγαρους το 1917 αριθμούσε 1300 τόμους βιβλίων, από τα οποία τα 400 ήταν χειρόγραφες μεμβράνες. Τη Μεγάλη Δευτέρα 27 Μαρτίου 1917, ο Βούλγαρος κομιτατζής Πανίτσας, άρπαξε τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφερε στη Βουλγαρία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους Βούλγαροι στρατιώτες ανάγκασαν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν το Μοναστήρι. Το 1923 ο Διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας Γεώργιος Σωτηρίου μετέβη στη Σόφια, για να ζητήσει την επιστροφή των κλαπέντων αντικειμένων (907 ιερά λατρευτικά αντικείμενα, 430 χειρόγραφους κώδικες, 467 αρχέτυπα, κ.ά.), αλλά επεστράφησαν μόνον 7. Στις 12 Ιουλίου 1943, οι Βούλγαροι σύμμαχοι των γερμανικών αρχών Κατοχής έβαλαν φωτιά και έκαψαν όλη τη Μονή. Ο τελευταίος ηγούμενος της Ιεράς ανδρώας Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης ήταν ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κατσιβάκης, το 1956. Μετά το τέλος του Πολέμου προσπάθησε να κτίσει το Ηγουμενείο και ένα μικρό ξενώνα, ενώ το κύριο βάρος της εκ νέου ανοικοδόμησης και εγκαταβίωσης της Μονής ανέλαβε ο μακαριστός Μητροπολίτης Δράμας Διονύσιος (Κυρατσός), ο οποίος από το 1965 μέχρι και το θάνατό του μεριμνούσε προσωπικά για το ιστορικό αυτό μοναστικό καθίδρυμα.


Το κτηριακό συγκρότημα της Μονής
Ολόκληρη η Μονή περιβάλλεται από ψηλό τείχος και στο κέντρο της βρίσκεται ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Στο πρώτο και κύριο μέρος της Μονής βρίσκεται το καθολικό, το οποίο είναι το παλαιότερο κτίσμα της, το Ηγουμενείο, τα κελλιά των μοναζουσών, το αρχονταρίκι, το παρεκλήσσιο της Αγίας Βαρβάρας με το αγίασμα, το μουσείο, η τράπεζα και τα εργαστήρια κεντητικής και αγιογραφίας. Στο δεύτερο μέρος των κτηριακών εγκαταστάσεων της Μονής περιλαμβάνονται τα τρία κτήρια των ξενώνων, το πρεσβυτέριο για το λειτουργό Ιερέα της Μονής και το παρεκλήσσιο της Ζωοδόχου Πηγής.

Το καθολικό της Μονής
Το Καθολικό τιμάται στα Εισόδεια της Θεοτόκου. Ο ρυθμός του είναι σταυροειδής τρουλαίος σύνθετος τετρακίονος. Αποτελείται από τον εξωνάρθηκα, τον εσωνάρθηκα και τον κυρίως ναό. Οι τρούλοι του καθολικού στηρίζονται σε 4 μαρμάρινους κίονες. Η περίτεχνη λιθόγλυπτη κυρίως είσοδος του καθολικού κατασκευάσθηκε το 1838. Ο εξωνάρθηκας είναι ολόκληρος αγιογραφημένος και απεικονίζει ολόσωμους τους κτίτορες. Το τέμπλο του Καθολικού είναι βαρύτιμο ξυλόγλυπτο, κατασκευάσθηκε από Χιώτες τεχνίτες και χρειάστηκαν 22 χρόνια (1781 – 1803) για να ολοκληρωθεί. Ξυλόγλυπτο επίσης είναι το προσκυνητάρι της Παναγίας και ο δεσποτικός Θρόνος. Στο δεξιό μέρος του Καθολικού υπάρχει προθήκη, μέσα στην οποία υπάρχουν αργυρές λειψανοθήκες, στις οποίες φυλάσσονται δεκάδες ιερά λείψανα.

Η Μονή σήμερα
Σήμερα η Μονή είναι γυναικεία και αριθμεί 25 Μοναχές. Πανηγυρίζει τη μνήμη του πρώτου κτίτορά της Αγίου Γερμανού και των δύο Κωνσταντινουπολιτών αξιωματούχων Νικολάου και Νεοφύτου, στις 22 Νοεμβρίου και την επομένη ημέρα τη μνήμη του δεύτερου κτίτορά της, Αγίου Διονυσίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Γιορτάζει επίσης στις 15 Αυγούστου, στη μνήμη της Παναγίας, στις 14 Σεπτεμβρίου, στη μνήμη της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου, στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου. Πλήθος είναι οι πιστοί που έρχονται να προσκυνήσουν την «αχειροποίητο εικόνα της Θεοτόκου» και να ηρεμήσουν μέσα στο γαλήνιο περιβάλλον της. Μπροστά από τη Μονή υπάρχει το μνημείο των 172 Μοναχών που έσφαξαν οι Τούρκοι το 1507.


Το εκκλησιαστικό μουσείο της Ιεράς Mητροπόλεως Θεσσαλονίκης βρίσκεται στον ισόγειο χώρο του μητροπολιτικού μεγάρου το οποίο βρίσκεται δίπλα στον μητροπολιτικό ναό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η έμπνευση και στήριξη αυτού του έργου ανήκει στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Άνθιμο ο οποίος έθεσε ως προτεραιότητα επί αρχιερατείας του στην Θεσσαλονίκη να δημιουργήσει μουσείο ανάλογο με το εκκλησιαστικό μουσείο που κατασκεύασε στην Ιερά Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως. Η υλοποίηση του έργου ανατέθηκε στους διακεκριμένους καθηγητές Ματούλα Σκαλτσά και Πάνο Τζώνο, οι οποίοι με επιτελική ομάδα επιστημόνων που εργάστηκαν υπο την καθοδήγηση τους, συγκρότησαν ένα πρωτοποριακό εκκλησιαστικό μουσειακό χώρο αναγνωρισμένο στην ευρωπαϊκή μουσειακή κοινότητα.


Έτσι λοιπόν μέσα σε ένα μικρό χώρο καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμες μεγάλες κτιριακές υποδομές αποτυπώνεται στο χωροχρόνο η θεολογική διάσταση της εικόνας με άριστη αρχιτεκτονική και μουσειακή μελέτη μέσα απο πολυποίκιλα και πολυπληθή αξιόλογα εκθέματα. Η μοναδικότητα της διευθέτησης των εκθεμάτων στο χώρο σε συνδυασμό με τον ξεχωριστό ειδικό φωτισμό συνθέτουν το μεγαλείο της Ορθοδόξου παραδόσεως. Προβάλλεται η δογματική σημασία της εικόνας για το σώμα της Εκκλησίας, ο τρόπος που αποτυπώνεται στις εικόνες το μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ενισχύεται για τους πιστούς η ελπίδα της σωτηρίας. Συγχρόνως παρουσιάζεται και η νεώτερη ιστορία της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.

Τα εγκαίνια του εκκλησιαστικού μουσείου της Ι.Μ.Θ. ετέλεσε στις 27 Οκτωβρίου του 2006 ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος σε ειδική εκδήλωση παρουσία του τιμωμένου προσώπου του πρόεδρου της Δημοκρατίας κ. Κάρολου Παπούλια. 

Υπεύθυνος μουσείου: Χρήστος Μουμιδάκης. Ώρες λειτουργίας μουσείου: Καθημερινά 10.00 εώς 14.00 (εκτός Δευτέρας) .


Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης είναι οχυρωματικό έργο οθωμανικής κατασκευής του 15ου αιώνα (χτίστηκε πιθανόν μεταξύ 1450-70). Σήμερα θεωρείται χαρακτηριστικό μνημείο της Θεσσαλονίκης και είναι ό,τι έχει σωθεί από την κατεδαφισμένη οθωμανική οχύρωση της πόλης. Η σημερινή μορφή του πύργου αντικατέστησε βυζαντινή οχύρωση του 12ου αιώνα, για να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως κατάλυμα φρουράς Γενίτσαρων και ως φυλακή θανατοποινιτών. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο και είναι ένα από τα πιο γνωστά κτίσματα-σύμβολα πόλεων στην Ελλάδα. Έχει 6 ορόφους, 34 μέτρα ύψος και 70 μέτρα περίμετρο.

Ονομασίες
Στην αρχή ονομαζόταν Πύργος του Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535-1536, η οποία υπήρχε στην είσοδό του εξωτερικού περιβόλου (τώρα κατεδαφισμένος) και η οποία μάλλον αναφερόταν στη χρονολογία κατασκευής του περιβόλου. Από τον 17ο αιώνα και μετά ονομαζόταν ανεπίσημα Φρούριο της Καλαμαριάς/Kelemeriye Kal’asi και Πύργος των Γενιτσάρων. Μετά την διάλυση του τάγματος των Γενιτσάρων το 1826 αποκτά το όνομα Kanli-Kule, δηλαδή Πύργος του Αίματος λόγω των σφαγών των Γενιτσάρων. Το όνομα διατηρείται και μετά το 1826 λόγω της λειτουργίας του ως φυλακή μελλοθανάτων βαρυποινιτών και τόπο βασανιστηρίων, οι οποίοι συχνά εκτελούνταν από τους Γενιτσάρους γεμίζοντας με αίμα τους τοίχους. Το σύγχρονο όνομά του φαίνεται να το πήρε όταν ένας Εβραίος κατάδικος, ο Nathan Guidili, τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του, το 1891. Μέχρι το 1912 ο χριστιανικός πληθυσμός συνεχίζει να τον αναφέρει Kanli-Kule[, ενώ ο εβραϊκός υιοθετεί το Torre Blanca, που υιοθετούν και οι Τούρκοι ως Beyaz-Kule, δηλαδή Λευκός Πύργος. Άλλη εκδοχή, στηριγμένη στις έρευνες του Βασίλη Κ. Γούναρη πάνω σε βρετανικά αρχεία αναφέρει πως η σημερινή ονομασία του κτίσματος δόθηκε μεταξύ των ετών 1883 και 1884 μετά από απαίτηση του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄ ή από πρωτοβουλία του βαλή της πόλης Γκαλίπ, ο οποίος για να πετύχει την αλλαγή του ονόματος επικαλέστηκε το όνομα του σουλτάνου. Σύμφωνα με τον γενικό πρόξενο της Σερβίας στο Λονδίνο, James George Cotton Minchin που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη το 1884 "όλοι οι ασπριστάδες της Θεσσαλονίκης δεν θα ξεπλύνουν το αθώο αίμα που χύθηκε εκεί".

Μέσω του αρχείου της τοπικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης ο Φάρος της Μακεδονίας, ο Γούναρης προσδιορίζει το άσπρισμα αλλά και τη μετονομασία του κτηρίου από Kanli-Kule σε Beyaz-Kule κατά το καλοκαίρι του 1883.

 Αναμνηστική φωτογραφία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, επί οθωμανικής περιόδου
Ιστορία του Πύργου
Κατά την Τουρκοκρατία έγιναν προσθήκες και τροποποιήσεις στα τείχη της πόλης, στις οποίες εντάσσεται και ο Λευκός Πύργος, μαζί με το Επταπύργιο και τον Πύργο Τριγωνίου ( ο τελευταίος χρονολογείται κατά τον 16ο αιώνα ). Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε, στη θέση προϋπάρχοντος βυζαντινού πύργου, ο οποίος συνέδεε το ανατολικό τμήμα της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης (που σώζεται και σήμερα), με το θαλάσσιο (το οποίο κατεδαφίστηκε το 1867). Παλιότερα επικρατούσε η άποψη πως ήταν έργο των Βενετών αλλά πλέον η σύγχρονη ιστοριογραφία δέχεται το κτίσμα ως οθωμανικό. Κατά μία εκδοχή, η χρονολογία κατασκευής του μνημείου τοποθετείται περί το 1450 με 1470, λίγα χρόνια μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430) και πρόκειται για ένα από τα πρωιμότερα δείγματα οθωμανικής οχυρωματικής που λαμβάνει υπόψη της το πυροβολικό.

Έχει διατυπωθεί η υπόθεση πως αρχιτέκτονας του Πύργου ήταν ο φημισμένος Μιμάρ Σινάν, βάσει της ομοιότητας με ανάλογο πύργο στην Αυλώνα της Αλβανίας ο οποίος κτίστηκε τη δεκαετία του 1530. Χρονολόγηση κορμών ξύλου που χρησιμοποιήθηκαν στο Λευκό Πύργο έδειξε ότι κόπηκαν το έτος 1535 αλλά υπάρχει η πιθανότητα οι κορμοί να χρησιμοποιήθηκαν σε εκτεταμένη επισκευή του μνημείου. Όλα αυτά δείχνουν τις δυσκολίες στη χρονολόγηση μνημείων της οθωμανικής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της εποχής της Αναγέννησης.

Γύρω από τον πύργο υπήρχε χαμηλός οκταγωνικός περίβολος (προτείχισμα) με τρεις επίσης οκταγωνικούς πύργους, το οποίο κατεδαφίστηκε στις αρχές του 20ου αι. Ο περίβολος αυτός χρησίμευε κυρίως για να προστατεύει τον Πύργο από τη θάλασσα αλλά θεωρείται πιθανή η χρήση του και για την τοποθέτηση βαρέων πυροβόλων τα οποία θα έλεγχαν την ακτογραμμή και το λιμάνι.

Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης το 1912.Το τείχος (περίβολος) που τον περιέβαλλε κατεδαφίστηκε το 1917.
Νεότερη χρήση
Το 1912 μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το μνημείο περιήλθε στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου και στην κορυφή του υψώθηκε η ελληνική σημαία με ιστό το κεντρικό κατάρτι, λάφυρο-τρόπαιο, από το βυθισμένο στον Θερμαϊκό, από το τορπιλλοβόλο Τ-11 του Νικολάου Βότση, τουρκικό θωρηκτό "Φετίχ-Μπουλέν". Το Ναυτικό, λόγω της καίριας θέσης της Θεσσαλονίκης και του Λευκού Πύργου, εγκατέστησε σταθμό ασυρμάτου τύπου σπινθήρα (spark transmitter) με κεραία τον ιστό της σημαίας του Λευκού Πύργου. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λευκός Πύργος στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 χρησιμοποίησαν έναν όροφό του για τη φύλαξη αρχαιοτήτων από αρχαιολογικές εργασίες στη ζώνη ευθύνης του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και το 1983, ο Λευκός Πύργος χρησιμοποιήθηκε ως χώρος εγκατάστασης της αεράμυνας της πόλης, ως εργαστήριο Μετεωρολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και και ως έδρα των συστημάτων Ναυτοπροσκόπων της πόλης.Στις 25 Μαρτίου του 1927 ο πρωτοπόρος ραδιοφωνικός παραγωγός Χρίστος Τσιγγιρίδης (1877-1947) πραγματοποίησε την πρώτη του ραδιοφωνική εκπομπή με την κεραία του Ναυτικού που ήταν εγκατεστημένη στο κτήριο.

Από το 1983 έως το 1985 η η εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων συντήρησε και αναστήλωσε το, εσωτερικά αλλοιωμένο από τις επεμβάσεις που προκλήθηκαν από τις διάφορες χρήσεις των νεώτερων χρόνων, μνημείο και το διαμόρφωσε ενόψει των εορτασμών για τα 2500 από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης σε εκθεσιακό χώρο με σκοπό να στεγάσει μια μόνιμη έκθεση αφιερωμένη στη βυζαντινή ιστορική περίοδο της πόλης.

Από το 1985 έως το 1994 λειτούργησε η μόνιμη έκθεση «Θεσσαλονίκη: Ιστορία και Τέχνη». Το 1994 άνοιξε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και τα εκθέματα άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά σε αυτό. Το 2001 παρουσιάστηκε στο Λευκό Πύργο η έκθεση «Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» στο πλαίσιο του δικτύου τριών εκθέσεων με το γενικό τίτλο «Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο».

Το 2002 παρουσιάστηκε έκθεση έργων του ζωγράφου και συντηρητή αρχαιοτήτων Φώτη Ζαχαρίου με τον τίτλο «Άθως: Αποτυπώσεις και Μνήμες». Ανήκει διοικητικά στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και από το 2006 λειτουργεί μόνιμα ως Μουσείο Πόλης της Θεσσαλονίκης. Από το 2008 στεγάζει μόνιμη έκθεση αφιερωμένη στην ιστορική διαδρομή της πόλης από την ίδρυση της μέχρι τη σύγχρονη εποχή.

Διάδρομος στο εσωτερικό του Λευκού Πύργου

Δομικά χαρακτηριστικά του Λευκού Πύργου
Ο Λευκός Πύργος είναι κυλινδρική κατασκευή με ύψος 33,9 μέτρα και διάμετρο 22,7 μέτρα. Έχει έξι ορόφους, οι οποίοι επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο, το οποίο ελίσσεται κοχλιωτά και σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο. Με αυτό τον τρόπο, σε κάθε όροφο υπάρχει μια κεντρική κυκλική αίθουσα διαμέτρου 8,5 μέτρων, με την οποία επικοινωνούν μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου. Ο έκτος όροφος έχει μόνο κεντρική αίθουσα και έξω από αυτήν ένα δώμα με θέα του τοπίου γύρω από τον πύργο. Η ύπαρξη τουαλετών, τζακιών και αγωγών καπνού υποδηλώνει πως ο πύργος προοριζόταν όχι μόνο ως αμυντικό έργο αλλά και για στρατιωτικό κατάλυμα.
 
Το Μουσείο Αμφίπολης στεγάζει μνημεία της ιστορίας και του πολιτισμού της Αμφίπολης των αρχαίων και χριστιανικών χρόνων. Στους εκθεσιακούς χώρους του συνοψίζεται η πολιτιστική ιστορία της Αμφίπολης από τους προϊστορικούς ως τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους, και στις αποθήκες και τα εργαστήριά του εξασφαλίζεται η στέγαση και πραγματοποιείται η συντήρηση και η μελέτη των ευρημάτων που οι αρχαιολογικές ανασκαφές φέρνουν στο φως

Ο αείμνηστος αρχαιολόγος Δ. Λαζαρίδης ήταν εκείνος που, ως έφορος αρχαιοτήτων της Ανατολικής Μακεδονίας, εμπνεύστηκε την ίδρυση και ως γενικός επιθεωρητής αρχαιοτήτων προώθησε την ανέγερση του Μουσείου. Το Μουσείο είναι έργο του αρχιτέκτονα Αργύρη Μπακιρτζή. Το έργο άρχισε το 1976, διακόπηκε το 1977 για να ξαναρχίσει το 1984 και να ολοκληρωθεί το 1995.

Τα εκθέματα εκτίθενται κατά χρονολογική σειρά και περιλαμβάνουν τις εξής ενότητες:

• Προϊστορικοί χρόνοι
• Πρώιμοι ιστορικοί χρόνοι
• Κλασικοί και Ελληνιστικοί χρόνοι
- Ιερά
- Δημόσια και ιδιωτική ζωή
- Νεκροταφεία
• Ρωμαϊκοί χρόνοι
• Παλαιοχριστιανικοί χρόνοι
• Βυζαντινοί χρόνοι

 
Τα σημαντικότερα εκθέματα του Μουσείου είναι:

    • Σφραγίδα και ειδώλια νεολιθικών χρόνων (6000-3000 π.Χ.) από τον προϊστορικό οικισμό σε γειτονικό στην αρχαία Αμφίπολη λόφο, γνωστό ως Λόφο 133.
    • Χρυσά κοσμήματα από τους τάφους στον τύμβο Καστά, στα περίχωρα της Αμφιπόλεως.
    • Ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη του Αμύντα από το νεκροταφείο της Αμφιπόλεως. Χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ.
    • Χρυσό νόμισμα (στατήρας) του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
    • Προτομή θεάς με οπή αναρτήσεως από ελληνιστικό τάφο της Αμφιπόλεως.
    • Ασημένια οστεοθήκη και χρυσό στεφάνι ελιάς που βρέθηκε μέσα σε αυτήν.
    • Χρυσό στεφάνι από ανδρική ταφή.
    • Κεφαλή αγάλματος Αφροδίτης, ρωμαϊκό αντίγραφο κλασικού έργου του 4ου αιώνα π.Χ.
    • Δακτυλιόλιθος με παράσταση σπένδοντος σε βωμό οπλίτη. Από τάφο Ρωμαϊκών χρόνων.
    • Η στήλη του Εφηβαρχικού νόμου της Αμφιπόλεως (23 π.Χ.), ο οποίος παρέχει πολλές πληροφορίες για την εκπαίδευση των εφήβων από τα 16 έως τα 18 τους χρόνια. Τα απεικονιζόμενα στην ανάγλυφη παράσταση αντικείμενα (αμφορέας με λάδι, στεφάνι, στλεγγίδες κ.λπ.) σχετίζονται με τη ζωή των εφήβων στο Γυμνάσιο.
    • Χρυσός solidus του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.). Στην μία όψη εικονίζεται ο αυτοκράτορας και στην άλλη όψη άγγελος.
    • Θραύσματα τοιχογραφιών από ναΐδριο βυζαντινών χρόνων στις εκβολές του Στρυμόνα. 12oς-13oς αιώνας.
    • Κιονόκρανο με ανάγλυφες κεφαλές κριών. Από την Βασιλική Γ΄ της Αμφιπόλεως.



      Διεύθυνση: Αμφίπολη Σερρών, ΤΚ 65052, νομός Σερρών
      Τιμή εισιτηρίου: 2 ευρώ, 1 ευρώ
      Τηλ.: 2322032474
      Fax.: 2322032474

      Το πάρκο του Αριστοτέλη βρίσκεται στα Στάγειρα. στο άλσος που προϋπήρχε και η υπέροχη τοποθεσία επιλέχθηκε το 1956 για να φιλοξενήσει το επιβλητικό άγαλμα του Αριστοτέλη, έργο του γλύπτη Νικόλα, για να τιμηθεί ο μεγάλος φιλόσοφος ο οποίος γεννήθηκε στα Αρχαία Στάγειρα.

      Τα πρωτότυπα διαδραστικά όργανα που φιλοξενούνται στο χώρο του άλσους τοποθετήθηκαν το 2003, με απόφαση της Δημοτικής Επιχείρησης Σταγείρων - Ακάνθου. Πρόκειται για πειραματικά όργανα που λειτουργούν βάσει των φυσικών νόμων οι οποίοι αναφέρονται στα συγγράμματα του Αριστοτέλη και ιδιαίτερα στο έργο του «Τα Φυσικά».

      Το άλσος στα  χρόνια λειτουργίας του έχει γίνει αγαπημένος προορισμός για μεμονωμένους τουρίστες και σχολεία, αφού συνδυάζει φανταστικά την ψυχαγωγία με την εκπαίδευση..

      Το πάρκο του Αριστοτέλη είναι ένα εξαιρετικό μέρος για να μάθουν για τις δραστηριότητες και διαδραστικά παιχνίδια. Όταν ο καιρός είναι καλός, μπορείτε να δείτε μερικά από τα μοναστήρια στο Άγιο Όρος, χρησιμοποιώντας τα τηλεσκόπια.

      Ηλιακό ρολόι

      Το οριζόντιο ηλιακό ρολόι δείχνει τον χρόνο στο σημείο που βρισκόμαστε. Η διαφορά με την επίσημη ώρα είναι 1:25 το καλοκαίρι και 0:25 τον χειμώνα. Μέσα από τις καμπύλες γραμμές, εκτός από την ώρα βλέπουμε ακόμη και τον μήνα που διανύουμε.

      Φακός

      Κάθε φωτόνιο (ποσό ενέργειας ακτινοβολίας) από μόνο του έχει ελάχιστη ενέργεια, όταν όμως όλα μαζί συγκεντρωθούν σε ένα σημείο η ενέργεια αυτή γίνεται πολύ μεγάλη

       Πυξίδα

      Η φιλοσοφία δεν έχει τόπο, είναι παγκόσμια και κτήμα της ανθρωπότητας. Η αριστοτελική φιλοσοφία έχει φθάσει σε όλα τα μέρη του κόσμου και είναι αφετηρία της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης.

      Πεντάφωνο

      Ανάλογα με το ειδικό βάρος και τη μάζα, από κάθε υλικό παράγεται με την κρούση διαφορετική ηχητική συχνότητα. Οι 5 γρανίτες ανταποκρίνονται στην κλίμακα του αρχαίου πενταφώνου.

       
      Οπτικοί δίσκοι 

      Όταν εικόνες περνούν με μεγάλη ταχύτητα από το ανθρώπινο μάτι δεν αντιλαμβανόμαστε τις εικόνες σαν διαφορετικές (βλ. Κινηματογράφος)

       
      Εκκρεμές

      Η ενέργεια του ενός συστήματος που ξεκινά την ταλάντωση μεταφέρεται λόγω σύζευξης στο άλλο σύστημα με αποτέλεσμα το πλάτος ταλάντωσης να μειώνεται στο πρώτο και να αυξάνεται στο επόμενο.

      Υδροστρόβιλος

      Η ενέργεια που δίνεται με την περιστροφή του μοχλού δημιουργεί την δίνη στο υγρό, όπως η περιστροφική κίνηση του αέρα δημιουργεί τον ανεμοστρόβιλο.

       
      Σφαίρες αδράνειας

      Μεταφορά ορμής κατά την κρούση των σφαιρών, όπου διατηρείται η ορμή που μεταφέρεται διαδοχικά σε κάθε μια μέχρι την τελευταία.

      Παραβολικά κάτοπτρα

      Τα μεταφερόμενα μέσω του αέρα ηχητικά κύματα ανακλώνται στο παραβολικό κάτοπτρο και η ενέργεια τους συγκεντρώνεται στο κέντρο. Κατά την ανάκλαση επαναλαμβάνεται το ίδιο φαινόμενο.

      Τηλεσκόπια

      Με τα τηλεσκόπια, μπορεί κανείς να απολαύσει καλύτερα την φανταστική από το Άλσος, θέα του κόλπου της Ιερισσού και της Αθωνικής χερσονήσου.